Η Alitalia, η προκάτοχος της αεροπορικής εταιρείας ITA Airways, θα πρέπει να αποπληρώσει δάνειο 400 εκατ. ευρώ στην ιταλική κυβέρνηση, καθώς η χρηματοδότηση παραβιάζει τους κανόνες της ΕΕ περί κρατικών ενισχύσεων, σύμφωνα με τις Ευρωπαϊκές Αρχές ανταγωνισμού.
Να σημειωθεί ότι, η Ιταλία χορήγησε το δάνειο το 2019, δύο χρόνια αφότου έδωσε δάνειο 900 εκατ. ευρώ για να διατηρήσει “ζωντανή” τη ζημιογόνο αεροπορική. Ωστόσο, ο αερομεταφορέας δεν επέστρεψε ποτέ τα χρήματα αυτά.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία ενεργεί ως επόπτης ανταγωνισμού στο μπλοκ των «27», έκρινε ότι και τα δύο δάνεια συνιστούσαν παράνομη κρατική ενίσχυση.
«Κανένας ιδιώτης επενδυτής δεν θα είχε χορηγήσει το δάνειο στην εταιρεία εκείνη την εποχή και το δάνειο έδωσε στην Alitalia ένα αθέμιτο οικονομικό πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών της σε εθνικές, ευρωπαϊκές και παγκόσμιες διαδρομές», ανέφερε το στέλεχος της ΕΕ, σύμφωνα με το Reuters.
Η εκπρόσωπος της Κομισιόν Arianna Podesta τόνισε ότι το δάνειο μπορεί να καταχωρηθεί ως υποχρέωση στο πλαίσιο της εν εξελίξει διαδικασίας αφερεγγυότητας της Alitalia.
«Τα 400 εκατ. θα αποπληρωθούν από την Alitalia εντός των ορίων των εσόδων που προέρχονται από την πώληση των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας και της αξίας τυχόν υπολειπόμενων περιουσιακών στοιχείων», είπε σε συνέντευξη Τύπου.
Προηγουμένως, το 2021, η Κομισιόν είχε διετάξει την Alitalia να αποπληρώσει το παράνομο δάνειο των 900 εκατ. ευρώ.
Ο Ιταλός υπουργός Οικονομίας Giancarlo Giorgetti δήλωσε ότι η απόφαση της εκτελεστικής εξουσίας της ΕΕ ήταν «αναμενόμενη και ευρέως προβλεπόμενη» και εξέφρασε ανακούφιση που το αίτημα αποπληρωμής του δανείου δεν αφορά τη διάδοχο της Alitalia, ITA Airways.
Οι διαδοχικές ιταλικές κυβερνήσεις κατέθεσαν περίπου 10 δισ. ευρώ στην Alitalia για να τη διατηρήσουν στη ζωή τα τελευταία 14 χρόνια, παρά τις μεγάλες απώλειες και την κακοδιαχείριση που υπέστη ο ιταλικός αερομεταφορέας
Το 2020, ακολούθησε η ίδρυση της ITA, η οποία ακόμη δεν έχει σημειώσει κέρδη. Η Lufthansa διαπραγματεύεται με την ιταλική κυβέρνηση για την αγορά του 40% των μετοχών της αεροπορικής εταιρείας, με την ιδέα να αγοράσει το υπόλοιπο σε μεταγενέστερο στάδιο.