Ο κλάδος της κρουαζιέρας θα προσελκύσει έως και 33 εκατομμύρια επιβάτες το 2023 παγκοσμίως, ξεπερνώντας τα 29,7 εκατομμύρια που καταγράφηκαν το 2019, την τελευταία χρονιά προ πανδημίας, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Διεθνούς Ένωσης Εταιρειών Κρουαζιέρας (CLIA).
Σύμφωνα με τη CLIA, η Ελλάδα, η οποία βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της ευρωπαϊκής κρουαζιέρας, αναμένεται να καταγράψει αύξηση του οικονομικού οφέλους από τον κλάδο, με τον Πειραιά να προβλέπεται ότι θα ξεπεράσει το 1 εκατομμύριο επιβάτες το 2023.
Το 2021, η οικονομική συνεισφορά της κρουαζιέρας στην Ελλάδα ξεπέρασε κάθε προηγούμενο, φτάνοντας το 1,1 δισ. ευρώ, έναντι 957 εκατ. ευρώ το 2019.
Ο κλάδος υποστήριξε 315.000 θέσεις εργασίας στην Ευρώπη, με τις 15.100 από αυτές να βρίσκονται στην Ελλάδα. Η Ελλάδα πρωτοστάτησε παγκοσμίως, με τη γρήγορη και ασφαλή επανέναρξη της κρουαζιέρας κατά τη διάρκεια της πανδημίας και με την αύξηση του homeporting, που οδήγησε τις εταιρείες κρουαζιέρας να προμηθεύονται τοπικά αγαθά και υπηρεσίες στους λιμένες αφετηρίας και τους επιβάτες να περνούν μεγαλύτερες περιόδους εκεί, διανυκτερεύοντας σε τοπικά ξενοδοχεία. Ο οικονομικός αντίκτυπος αυξήθηκε επίσης λόγω της μεγαλύτερης παραμονής των πλοίων στα λιμάνια για την εκτέλεση τεχνικών εργασιών.
Ο Θεόδωρος Βώκος, διευθύνων σύμβουλος της Εκθέσεις Ποσειδώνια δήλωσε, μεταξύ άλλων, «Με την δρομολογημένη μετά το 2024 κατασκευή νέων τερματικών σταθμών κρουαζιέρας στη Σούδα, στα Χανιά της Κρήτης, την προγραμματισμένη επέκταση του τερματικού σταθμού κρουαζιέρας στον Πειραιά και την αυξανόμενη δυναμική της Θεσσαλονίκης ως πρόσθετου κόμβου κρουαζιέρας, η ανάπτυξη του κλάδου πρόκειται να συνεχιστεί στην Ελλάδα για τα επόμενα χρόνια».
Η αξία του τουρισμού κρουαζιέρας είναι χωρίς υπερβολή τεράστια, καθώς κάθε 24 επισκέπτες κρουαζιέρας υποστηρίζουν μία θέση εργασίας πλήρους απασχόλησης, ενώ κατά μέσο όρο κάθε επισκέπτης ξοδεύει 660 ευρώ στα λιμάνια που επισκέπτεται κατά τη διάρκεια μιας τυπικής κρουαζιέρας επτά ημερών.
Επιπλέον, το 60% των ατόμων που έχουν κάνει κρουαζιέρα επιστρέφουν τα επόμενα χρόνια σε έναν προορισμό που επισκέφτηκαν για πρώτη φορά με κρουαζιερόπλοιο, επομένως κάθε κρουαζιέρα είναι βασικά ένα ταξίδι γνωριμίας με νέους προορισμούς για κάθε επιβάτη.
Η έκθεση της CLIA για την Παγκόσμια Αγορά Κρουαζιέρας το 2020 έδειξε ότι το 85% των millennials σχεδιάζει να κάνει ξανά κρουαζιέρα, ακολουθούμενο από την Gen-X (82%), την Gen-Z (79%), τους Baby Boomers (77%) και τους Traditionalists (73%).
Στα πλαίσια του PSTF 2023 θα πραγματοποιηθεί επίσης η πρώτη παρουσίαση της μελέτης κοινωνικοοικονομικών επιπτώσεων που εκπόνησαν ο Οργανισμός Λιμένος Θεσσαλονίκης και ο Οργανισμός Τουρισμού Θεσσαλονίκης, προκειμένου να συμβάλουν στην καλύτερη κατανόηση των πλεονεκτημάτων της κρουαζιέρας για την τοπική κοινωνία.
Η παρουσίαση θα αποτυπώσει την κοινωνικοοικονομική συνεισφορά της κρουαζιέρας στο λιμάνι και την πόλη της Θεσσαλονίκης και, ήδη, τα προκαταρκτικά δεδομένα παρέχουν χρήσιμες πληροφορίες για τα μοτίβα δαπανών των επιβατών κρουαζιέρας και των πληρωμάτων στη Θεσσαλονίκη.
Ειδικότερα, οι επιβάτες κρουαζιέρας κατευθύνουν τις δαπάνες τους προς αγορές (44%), εστιατόρια και καφετέριες (40%), περιηγήσεις στα αξιοθέατα (12%) και καταστήματα τροφίμων (3%). Από την άλλη πλευρά, τα μέλη των πληρωμάτων επιλέγουν να δαπανήσουν σε ψώνια (55%), εστιατόρια και καφετέριες (16%), μεταφορές (14%) και καταστήματα τροφίμων (10%).
Η Θεοδώρα Ρήγα, γενική εμπορική διευθύντρια & διευθύντρια Εταιρικής Επικοινωνίας της ΟΛΘ ΑΕ, σχολίασε: «Χρηματοδοτούμε αυτή τη μελέτη μαζί με τον Οργανισμό Τουρισμού Θεσσαλονίκης για να κατανοήσουμε καλύτερα πώς ο κλάδος της κρουαζιέρας ωφελεί την πόλη μας και πώς μπορούμε να ενισχύσουμε περαιτέρω τόσο την εμπειρία των επιβατών κατά τη διάρκεια της παραμονής τους όσο και τα οφέλη για την τοπική, περιφερειακή και εθνική οικονομία.
Μόλις κατανοήσουμε καλύτερα τις προσδοκίες των επιβατών ως προορισμός, θα είμαστε σε καλύτερη θέση να προσφέρουμε στους επιβάτες κρουαζιέρας μια μοναδική εμπειρία. Αυτό θα αποτελέσει το εφαλτήριο για την προσέλκυση περισσότερων εταιρειών κρουαζιέρας στη Θεσσαλονίκη τα επόμενα χρόνια».