Ένα νέο πλάνο ανασυγκρότησης βρίσκεται σε εξέλιξη στα ΕΛΤΑ, το οποίο, εκτός των άλλων, προβλέπει συρρίκνωση του λειτουργικού κόστους, ενοποίηση καταστημάτων και αναβάθμιση των πιο εμπορικών, ανανέωση στόλου, ψηφιοποίηση υπηρεσιών, κ.ά.
Σε κάθε περίπτωση, μεγάλη πρόκληση για τα ΕΛΤΑ αποτελεί η μείωση των εσόδων, που προέρχεται από την πτώση του «παραδοσιακού» ταχυδρομείου, της αλληλογραφίας και η ενίσχυση των ταμειακών διαθεσίμων, ώστε να μη χρειαστούν νέες ΑΜΚ.
Ασφαλώς, απόλυτη προτεραιότητα αποτελεί η βελτίωση της εξυπηρέτησης του πελάτη / πολίτη, με τα ΕΛΤΑ να έχουν, στο πεδίο αυτό, ένα από τα πιο ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα: το πανελλαδικό δίκτυο καταστημάτων και το ισχυρό brand.
Εκτός από τα όποια επιχειρησιακά ζητήματα, τα ΕΛΤΑ έχουν να «αντιμετωπίσουν» και μία… «εξωτερική απειλή».
Την έρευνα, έπειτα από καταγγελία ανταγωνίστριας εταιρείας, που κινεί η ΕΕ για να αξιολογήσει, κατά πόσον, ορισμένα ελληνικά μέτρα στήριξης υπέρ των ΕΛΤΑ συνάδουν με τους κανόνες της ΕΕ για κρατικές ενισχύσεις.
Τον Μάιο του 2020, η Επιτροπή έλαβε καταγγελία, στην οποία υποστηρίζεται ότι αρκετά μέτρα υπέρ των ΕΛΤΑ συνιστούν ασυμβίβαστη κρατική ενίσχυση υπέρ της επιχείρησης.
Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν:
-την καταβολή από το ελληνικό Δημόσιο 149 εκατ. EUR στα ΕΛΤΑ τον Δεκέμβριο του 2020 ως πρόσθετη αντιστάθμιση ΥΠΚΥ για την περίοδο 2013 – 2018,
-εισφορά κεφαλαίου από την Ελλάδα ύψους 100 εκατ. EUR στο μετοχικό κεφάλαιο των ΕΛΤΑ, η οποία πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 2020 και
-τη χορήγηση βάσει του ελληνικού κώδικα ΦΠΑ απαλλαγής από τον φόρο προστιθέμενης αξίας («ΦΠΑ») σε όλες τις ταχυδρομικές υπηρεσίες των ΕΛΤΑ από το 2000.
Από τα ΕΛΤΑ δεν σχολιάζουν τη συγκεκριμένη υπόθεση και την εξέλιξή της, υπογραμμίζοντας μόνο ότι «κι άλλες κρατικές ταχυδρομικές εταιρείες του εξωτερικού έχουν λάβει παρόμοιες ενισχύσεις».