Για σήμερα έχει προγραμματιστεί η ψηφοφορία στο Ευρωκοινοβούλιο αναφορικά με το νέο κανονισμό για τη διασυνοριακή παράδοση δεμάτων.
Υπενθυμίζεται ότι οι συντάκτες του νέου κανονισμού υποστηρίζουν ότι μέσω αυτού η αγορά της διασυνοριακής παράδοσης δεμάτων θα «καταστεί περισσότερο διαφανής και ανταγωνιστική και θα μειώσει τα εμπόδια που αντιμετωπίζουν καταναλωτές και έμποροι στην ΕΕ όταν αγοράζουν προϊόντα από το διαδίκτυο».
Σύμφωνα με ανακοίνωση που δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, «οι αγοραστές και οι λιανοπωλητές συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν υψηλές τιμές για τις παραδόσεις σε άλλη χώρα της ΕΕ.
Οι τιμές για τα δέματα που αποστέλλονται από μια χώρα της ΕΕ σε μια άλλη μπορεί να είναι έως και 5 φορές υψηλότερες από τις εγχώριες τιμές.
Επιπλέον, μπορεί να υπάρχουν σημαντικές διαφορές κατά την αποστολή ενός δέματος από δύο διαφορετικές χώρες της ΕΕ στον ίδιο προορισμό.
Για παράδειγμα, η αποστολή ενός πακέτου 2 κιλών από το Βέλγιο στην Ιταλία θα κοστίσει 32,8 ευρώ, ενώ το ίδιο πακέτο που αποστέλλεται από την Ολλανδία στην Ιταλία θα κοστίσει 13 ευρώ».
Στην ίδια ανακοίνωση επισημαίνεται ότι, «η έλλειψη διαφάνειας στον κλάδο ενδέχεται να ενθαρρύνει τους ταχυδρομικούς παρόχους να χρεώνουν αδικαιολόγητα υψηλές τιμές, οι οποίες θα μπορούσαν επίσης να εμποδίσουν τις μικρές επιχειρήσεις να εμπορεύονται σε άλλες χώρες της ΕΕ.
Θα μπορούσε επίσης να εμποδίσει τους καταναλωτές να κάνουν σωστές επιλογές και να έχουν πρόσβαση σε ένα ευρύ φάσμα προϊόντων, επηρεάζοντας ιδιαίτερα εκείνους που ζουν σε απομακρυσμένες περιοχές».
Σημειώνεται ακόμη ότι ο νέος κανονισμός θα περιλαμβάνει προτάσεις που θα σημαίνουν:
-Καταναλωτές και έμποροι ηλεκτρονικών ειδών θα έχουν τη δυνατότητα να ελέγξουν τον κατάλογο τιμών και να αναζητήσουν τις καλύτερες προσφορές σε ένα εξειδικευμένο website
-Οι εταιρείες ταχυμεταφορών θα πρέπει να παρέχουν στους πελάτες σαφείς πληροφορίες αναφορικά με τις τιμές και τις συνθήκες παράδοσης
-Οι εθνικές ταχυδρομικές αρχές θα συλλέγουν στοιχεία από τις ναυτιλιακές για την παρακολούθηση της αγοράς και την αξιολόγηση των αδικαιολόγητα υψηλών τιμολογίων.