Η Ελλάδα έχει μία ανεπανάληπτη ευκαιρία να προσπαθήσει να αναπτύξει τον Πειραιά, ως μεγάλο ναυτιλιακό/ασφαλιστικό κέντρο και να υποκαταστήσει το Λονδίνο, ως οικονομικό κέντρο εξυπηρέτησης της ναυτιλίας, επισημαίνει ο ΣΕΒ, στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων, με αφορμή το βρετανικό δημοψήφισμα.
Ο Σύνδεσμος επικαλείται τον πρώην πρόεδρο του Ναυτικού Επιμελητηρίου της Ελλάδας Γ. Γράτσο, σύμφωνα με τον οποίο στο Ηνωμένο Βασίλειο εισρέουν 45 δισ. ευρώ ετησίως grosso modo, με συνεισφορά της ναυτιλίας μόλις στο ¼ της ελληνόκτητης και απασχολούνται σχεδόν 600.000 άτομα στους ναυτιλιακούς κλάδους ναυλώσεων, ασφαλίσεων, υπηρεσιών λιμένων, κ.ο.κ.
Επιπλέον, αναφέρει, ο ελληνικός νηογνώμονας είναι σχεδόν ανύπαρκτος, ενώ ο νορβηγικός που ήδη συγχωνεύθηκε με τον γερμανικό, έχει 10.500 υπαλλήλους σε 300 γραφεία παγκοσμίως και παρακολουθεί το 15% της μεταφορικής ικανότητας παγκοσμίως (σχεδόν όση είναι και η μεταφορική ικανότητα της ελληνόκτητης ναυτιλίας).
«Ο Πειραιάς, που διαθέτει ήδη 800 διαχειρίστριες εταιρείες και μικρά περιφερειακά γραφεία ξένων εταιρειών που σχετίζονται με τη ναυτιλία, έχει τις δυνατότητες να γίνει η πρώτη δύναμη στον ναυτιλιακό κλάδο, ιδίως τώρα που γίνεται μεγάλο διαμετακομιστικό κέντρο.
Όλα προϋποθέτουν να φτιαχτεί ένα κλίμα προσέλκυσης ναυτιλιακών γραφείων παντός είδους με το κατάλληλο σταθερό φορολογικό και θεσμικό πλαίσιο. Όλα αυτά θα μπορούσαν να γίνουν και χωρίς το Brexit. Αλλά η ευκαιρία παρουσιάζεται ξανά σήμερα, και ίσως έχει σημάνει η ώρα πλέον να δραστηριοποιηθούμε», τονίζει ο ΣΕΒ.
Ο Σύνδεσμος χαρακτηρίζει το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος ως ανυπολόγιστα βαρύ πλήγμα για την ευρωπαϊκή ενοποίηση, εκτιμά ωστόσο ότι εν τέλει οι Βρετανοί θα βρουν τον δρόμο τους αλλά και ότι η ελληνική οικονομία θα παραμείνει σχετικά αλώβητη σε οικονομικό επίπεδο, πέραν της επιπρόσθετης υφεσιακής επίπτωσης από την τυχόν επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Ο ΣΕΒ καλεί, πάντως, την ΕΕ να σκύψει «με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στα θέματα κοινωνικής συνοχής και να δημιουργήσει ένα περιβάλλον μεγαλύτερης ασφάλειας για τους πολίτες της και ιδιαίτερα τους πιο ευάλωτους, χωρίς να υπονομεύσει τις αρχές της ανοιχτής κοινωνίας και οικονομίας».
Σημειώνει επίσης ότι οι αγορές, αλλά και οι ηγεσίες στην Ευρωζώνη, εμφανίζουν όλο και μικρότερες πλέον ανοχές στην οικονομική και πολιτική αβεβαιότητα και για το λόγο αυτό «θα είναι ανεπίτρεπτη και αλόγιστη συμπεριφορά να χαλαρώσουμε την εφαρμογή του προγράμματος και να τρενάρουμε τις διαπραγματεύσεις για τις επόμενες αξιολογήσεις όπως στο παρελθόν.
Δεν υπάρχει πλέον, ούτε η διάθεση, ούτε τα περιθώρια επιεικούς διαχείρισης της ελληνικής ιδιαιτερότητας, διότι κάτι τέτοιο τροφοδοτεί τον ευρωσκεπτικισμό και φέρνει την Ευρώπη πιο κοντά στην διάσπαση».