Την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου των ΕΛΤΑ θέτουν ως προτεραιότητα ταχυδρομικοί, προκειμένου να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του Οργανισμού.
Το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων του ομίλου ΕΛΤΑ ανερχόταν, στα τέλη του 2017, στα 14,012 εκατ. ευρώ, ήτοι ποσοστό 4,1% του μετοχικού κεφαλαίου, το οποίο έφτανε τα 340,8 εκατ. ευρώ την εξεταζόμενη περίοδο.
Η δραματική μείωση των ιδίων κεφαλαίων έχει προέλθει, κατά τα προηγούμενα έτη, κυρίως από την αναγνώριση της απομείωσης ποσού 211,73 εκατ. ευρώ από την συμμετοχή των ΕΛΤΑ στο πρώην Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο (τα ΕΛΤΑ είχαν αποκτήσει το 10% του πρώην ΤΤ, προχωρώντας σε υψηλό δανεισμό), καθώς και από την αναγνώριση της ζημίας 9,1 εκατ. ευρώ που προκλήθηκε από το πρόγραμμα PSI, Buyback που εφαρμόστηκε στα διακρατούμενα, προς πώληση, κρατικά ομόλογα το 2012.
Σύμφωνα με ταχυδρομικούς, το μετοχικό κεφάλαιο και τα ιδία κεφάλαια του Οργανισμού έχουν επιδεινωθεί περαιτέρω την τρέχουσα χρήση, χαρακτηρίζοντας μονόδρομο την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου.
«Η συρρίκνωση του μετοχικού κεφαλαίου και των ιδίων κεφαλαίων προήλθαν από λανθασμένες κυβερνητικές επιλογές και όχι από επιχειρηματικές δράσεις», επισημαίνουν, σημειώνοντας ότι, τόσο η διοίκηση των ΕΛΤΑ, όσο και το Υπερταμείο οφείλουν να λάβουν, πρωτίστως, αποφάσεις για την ανάπτυξη του Οργανισμού, όπως μια πιθανή ΑΜΚ.
Σημαντικές οι οφειλές από την Καθολική Υπηρεσία
Τα τελευταία χρόνια, τα ΕΛΤΑ παρουσιάζουν μείωση του κύκλου εργασιών, εξαιτίας της πτώσης του «παραδοσιακού» ταχυδρομείου και της μη επαρκούς αποδοτικότητας στην εξεύρεση εναλλακτικών πόρων.
Πέρσι, ο κύκλος εργασιών της μητρικής εταιρείας ανήλθε σε 310,7 εκατ., έναντι 311,7 εκατ. το 2016, μειωμένος κατά 0,3%, ενώ οι ζημιές μετά από φόρους διευρύνθηκαν στα 15,9 εκατ., έναντι 13,6 εκατ.
Σύμφωνα με τον Οργανισμό, οι μακροοικονομικές εξελίξεις στην Ελλάδα, επί σειρά ετών, δημιουργούν ισχυρές πιέσεις στην ταχυδρομική αγορά, οδηγώντας αφενός στη μείωση ζήτησης ταχυδρομικών υπηρεσιών, εκ μέρους των καταναλωτών και αφετέρου, στη συνεχή τάση εξοικονόμησης ταχυδρομικών δαπανών, εκ μέρους των επιχειρήσεων.
Στο πλαίσιο αυτό, οι επιχειρήσεις παρέχουν κίνητρα προς το πελατολόγιό τους για ηλεκτρονική επικοινωνία, μειώνουν τη συχνότητα ταχυδρομικών αποστολών και μετατοπίζουν επιστολές σε χαμηλότερα κλιμάκια βάρους, με αποτέλεσμα την αλλαγή κλίμακας τιμολόγησης.
Το εντονότερο πρόβλημα της επιχείρησης αποτελεί η στενότητα ταμειακών διαθεσίμων, εξαιτίας της καθυστέρησης είσπραξης του συνόλου της αποζημίωσης της Καθολικής Υπηρεσίας και των συσσωρευμένων οφειλών φορέων του ελληνικού δημοσίου.
Για την Καθολική Υπηρεσία, τα ΕΛΤΑ έχουν λάβει 45 εκατ. για τα έτη 2013 – 15, ωστόσο οι αξιώσεις τους είναι μεγαλύτερες, καθώς η ΕΕΤΤ επαλήθευσε στα 127,9 εκατ. ευρώ το καθαρό κόστος της Καθολικής Υπηρεσίας για την περίοδο αυτή.
Αυτό σημαίνει ότι απομένουν άλλα 82,9 εκατ. για την περίοδο 2013 – 2015. Για αυτό, τα ΕΛΤΑ εξετάζουν την κοινοποίηση, στην ΕΕ, όλων τα αναγκαίων στοιχείων, από τα οποία προκύπτει ότι η καταβολή του Καθαρού Κόστους Καθολικής Υπηρεσίας συνιστά αντιστάθμιση συμβατή με το ενωσιακό θεσμικό πλαίσιο περί κρατικών ενισχύσεων.
Αντίστοιχα, πρόσφατα ψηφίστηκε τροπολογία στη Βουλή, η οποία ενέκρινε 30 εκατ. ευρώ ως μέρος της Καθολικής Υπηρεσίας για τα έτη 2016 και 2017, χαρακτηρίζοντάς τα ως Υπηρεσία Γενικού Οικονομικού Ενδιαφέροντος. Από αυτά, 15 εκατ. ευρώ που αφορούσαν το 2016, εκταμιεύτηκαν πριν από λίγες ημέρες. Ωστόσο, τα ΕΛΤΑ αξιώνουν περισσότερα από 50 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση.
Τέλος, ταχυδρομικοί υποστηρίζουν ότι οι σωρευμένες οφειλές φορέων και οργανισμών του δημοσίου προς τα ΕΛΤΑ, πέραν της Καθολικής Υπηρεσίας, για υπηρεσίες αλληλογραφίας κυμαίνονται κοντά στα 30 εκατ. ευρώ.