Σε «αναβρασμό» βρίσκεται ο κλάδος των φορτηγών ΔΧ από την απόφαση του ΣτΕ για το παράπλευρο οδικό δίκτυο.
Του Φώτη Φωτεινού
Οι οδικοί μεταφορείς και ειδικότερα, το ΠΣΧΕΜ είχε καταθέσει προσφυγή στο ΣτΕ, ζητώντας την ακύρωση του νόμου για την απαγόρευση χρήσης του παράπλευρου οδικού δικτύου.
Στην εκδίκαση, η οποία διεξήχθη το Δεκέμβριο του 2018, οι εκπρόσωποι του ΠΣΧΕΜ υποστήριξαν, μεταξύ άλλων, ότι η απαγόρευση της χρήσης του παράπλευρου οδικού δικτύου από τα φορτηγά, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, δυσχεραίνει ή/και αποκλείει την εκτέλεση μεταφορικού έργου, επιβαρύνοντας 27.000 δημόσιους μεταφορείς με κόστη, τα οποία αδυνατούν να υποστηρίξουν.
Παράλληλα, «τους εξαναγκάζει να διέρχονται μόνο από τους κύριους αυτοκινητοδρόμους για καθαρά εισπρακτικούς λόγους και, παρά το γεγονός, ότι κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται, ούτε από τις συμβάσεις παραχώρησης των οδικών αξόνων, αλλά ούτε από το δίκαιο της ΕΕ».
Επίσης, στο Δικαστήριο υποστηρίχτηκε ότι τα ΦΔΧ έχουν στο «πλευρό» τους δεκάδες Επιμελητήρια, Επαγγελματικούς Φορείς και Δήμους, οι οποίοι χαρακτηρίζουν αντισυνταγματικό το μέτρο της απαγόρευσης, υπογραμμίζοντας ότι «φορτώνει με δυσβάσταχτα βάρη όλη την αλυσίδα των μεταφορικών επαγγελμάτων, που ήδη δοκιμάζεται σκληρά από την οικονομική κρίση».
Από την άλλη πλευρά, οι εκπρόσωποι του υπουργείου Μεταφορών είχαν υπεραμυνθεί του νόμου, τονίζοντας τις ευεργετικές επιδράσεις στην οδική ασφάλεια.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το ΣτΕ απέρριψε την προσφυγή του ΠΣΧΕΜ, στελέχη του οποίου υποστηρίζουν ότι «αυτό έγινε για μη ουσιαστικούς λόγους».
Εάν η απόφαση είναι απορριπτική, ο κλάδος εκτιμάται ότι θα εντείνει τις πιέσεις του στο υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών για την εξεύρεση λύσης, ενώ υπάρχει ανοικτό το ενδεχόμενο προσφυγής στην ΕΕ, καθώς – όπως αναφέρουν στελέχη των ΦΔΧ – «η απαγόρευση που έχει επιβληθεί περιορίζει την άσκηση του επαγγέλματος».