Όσοι ταξιδεύουν κατά τη διάρκεια της πανδημίας δεν θα πρέπει αυτόματα να αντιμετωπίζονται ως υψηλού κινδύνου για την εξάπλωση του Covid-19, αναφέρουν οι νέες ευρωπαϊκές κατευθυντήριες γραμμές για τα αεροπορικά ταξίδια, που δημοσιεύθηκαν από το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC) και τον Οργανισμό Ασφάλειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Αεροπορία (EASA) κατόπιν αιτήματος της Κομισιόν.
Επιμέλεια: Βάσω Βεγιάζη
Σημειωτέων, το έγγραφο αποτελεί προσθήκη στο Πρωτόκολλο Ασφάλειας Υγείας της Αεροπορίας που δημοσιεύθηκε, για πρώτη φορά, τον Μάιο του 2020.
«Οι ταξιδιώτες δεν πρέπει να θεωρούνται ως πληθυσμός υψηλού κινδύνου, ούτε να αντιμετωπίζονται ως περιπτώσεις μεταφοράς του COVID-19, εκτός εάν είχαν επαφή με επιβεβαιωμένο θετικό κρούσμα», αναφέρουν οι οδηγίες, προσθέτοντας ότι «όσοι ταξιδεύουν πρέπει να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο όπως οι κάτοικοι μιας περιοχής και να υπόκεινται στους ίδιους κανονισμούς ή συστάσεις που ισχύουν για τον τοπικό πληθυσμό».
Βασισμένα στα τελευταία επιστημονικά στοιχεία, τα συμπεράσματα του εγγράφου αντικατοπτρίζουν το γεγονός ότι ο επιπολασμός του νέου κορωνοϊού μεταξύ των ταξιδιωτών εκτιμάται ότι είναι χαμηλότερος από ό,τι στην περίπτωση του γενικού πληθυσμού.
Επιπλέον, τα μέτρα που εφαρμόζονται στην αεροπορία ελαχιστοποιούν την πιθανότητα μετάδοσης κατά τη διαδικασία των αεροπορικών ταξιδιών.
Σύμφωνα με τον Patrick Ky, εκτελεστικό διευθυντή του EASA, «τα ευρήματα του εγγράφου είναι σημαντικά για να καταστούν δυνατές πολλές οικογενειακές συναντήσεις κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων.
Βασίζεται στα μέτρα που έχουμε ήδη θεσπίσει με το Πρωτόκολλο Ασφάλειας Υγείας της Αεροπορίας και ενισχύει την άποψη ότι δεν υπάρχει εγγενής κίνδυνος στα αεροπορικά ταξίδια – πράγματι οι αεροπορικοί ταξιδιώτες θεωρούνται ως σχετικά “ασφαλής από τον COVID” πληθυσμός.
Θα ενθαρρύνουμε τους εθνικούς φορείς λήψης αποφάσεων να λάβουν υπόψη τις συστάσεις που δίνονται εδώ κατά τη χάραξη των πολιτικών τους».
Απευθυνόμενος κυρίως στους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων, σε εθνικό επίπεδο, και προωθώντας μια συντονισμένη προσέγγιση στη λήψη αποφάσεων, οι συστάσεις λαμβάνουν επίσης υπόψη το τρέχον εύρος της πανδημίας.
Το γεγονός ότι ο κορωνοϊός έχει πλέον ανιχνευθεί σε όλες τις περιοχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και σε άλλες γεωγραφικές ζώνες παγκοσμίως, αποτελεί σημαντικό προβληματισμό για τα συμπεράσματα των νέων κατευθυντήριων γραμμών.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω δεδομένα, τα τεστ και η καραντίνα έχουν περιορισμένο μόνο αντίκτυπο στη μείωση του κινδύνου εξάπλωσης του ιού, ιδίως όσον αφορά στα ταξίδια μεταξύ περιοχών παρόμοιου κινδύνου ή όταν ταξιδιώτες μετακινούνται από λιγότερο επικίνδυνες περιοχές «πράσινες» σε περιοχές «πορτοκαλί» ή «κόκκινες» με μεγαλύτερη επικράτηση της νόσου.
«Τα επιστημονικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στις νέες κατευθυντήριες των ECDC – EASA καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι τα κράτη-μέλη δεν πρέπει να επικεντρώνονται στον έλεγχο των ταξιδιωτών», εξήγησε η Andrea Ammon, διευθύντρια του ECDC.
«Τα τεστ στους εισερχόμενους ταξιδιώτες θα αποτελούσαν αποτελεσματικό μέτρο, εάν οι χώρες κατάφερναν να ελέγξουν τον SARS-CoV-2. Σε αυτό το χρονικό σημείο, οι εισαγόμενες περιπτώσεις είναι πιθανό να συμβάλουν ελάχιστα στη συνεχιζόμενη εξάπλωση του ιού.
Ως εκ τούτου, συμβουλεύουμε τα κράτη-μέλη να επικεντρωθούν στη δημιουργία ενδελεχών τεστ για ύποπτα περιστατικά, σε συνδυασμό με την απομόνωση ατόμων που έχουν θετικά αποτελέσματα, καθώς και την ανίχνευση επαφών και την καραντίνα στην κοινότητα».
Σε κάθε περίπτωση, EASA και ECDC συνιστούν την εκ των προτέρων παροχή πληροφοριών στους ταξιδιώτες σχετικά με τον COVID-19, την επιδημιολογική κατάσταση στις χώρες προορισμού και τα ισχύοντα μέτρα σε αεροδρόμια και αεροπλάνα για την αποτροπή της μεταφοράς του ιού.
Για περισσότερες πληροφορίες, διαβάστε το πλήρες κείμενο των Κατευθυντήριων Γραμμών των EASA / ECDC