Ενημερωτική επιστολή προς τα μέλη του ελληνικού Κοινοβουλίου, αναφορικά το σχέδιο νόμου του υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών για την απελευθέρωση των δημόσιων αστικών και υπεραστικών επιβατικών μεταφορών απέστειλε η Γενική Πανελλαδική Ομοσπονδία Επιχειρήσεων Τουρισμού (ΓΕΠΟΕΤ).
Ειδικότερα, μέσω της επιστολής η ΓΕΠΟΕΤ εκφράζει την κάθετη διαφωνία και την έντονη αγανάκτηση σύσσωμου του κλάδου των τουριστικών επιχειρήσεων που διαθέτουν τουριστικά λεωφορεία για το νομοσχέδιο του υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών με τίτλο: «Δημόσιες υπεραστικές και αστικές τακτικές οδικές μεταφορές επιβατών», το οποίο κατατέθηκε προς επεξεργασία και συζήτηση στη Βουλή.
Όπως τονίζεται στην επιστολή της Ομοσπονδίας, διακηρυγμένος στόχος του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών και της κυβέρνησης είναι δήθεν η «απελευθέρωση» του αστικού και υπεραστικού συγκοινωνιακού έργου κατ’ εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΚ) 1370/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2007 για τις δημόσιες επιβατικές σιδηροδρομικές και οδικές μεταφορές, μετά από δεκαετίες παρατάσεων των συμβάσεων παροχής του έργου με απευθείας ανάθεση στα ΚΤΕΛ – παρατάσεις που κινούνταν στα όρια της νομιμότητας.
Παρά ταύτα, το εν λόγω νομοσχέδιο οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην αποκρυστάλλωση του υφιστάμενου μονοπωλιακού καθεστώτος, αναχαιτίζοντας εκ προοιμίου τη δυνατότητα διεκδίκησης της ανάθεσης του έργου από τις τουριστικές επιχειρήσεις.
Στην επιστολή της ΓΕΠΟΕΤ προς του Έλληνες βουλευτές υπογραμμίζονται τα εξής ερωτήματα:
ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ «ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ» τη στιγμή που το νομοσχέδιο βρίθει φωτογραφικών διατάξεων που σκοπό έχουν τη διαιώνιση με κάθε μέσο της διενέργειας των γραμμών από τα ΚΤΕΛ, διευρύνοντας μάλιστα το έργο τους σε βάρος των τουριστικών επιχειρήσεων;
ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ «ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ», όταν στο άρθρο 17 (Προϋποθέσεις συμμετοχής στον διαγωνισμό) προβλέπεται ότι κατά την ημερομηνία διενέργειας των διαγωνιστικών διαδικασιών (!) οι διαγωνιζόμενοι οφείλουν να «παρέχουν εγγυήσεις» ότι διαθέτουν τον απαιτούμενο αριθμό λεωφορείων υπεραστικού τύπου τα οποία όμως μόνο τα ΚΤΕΛ διαθέτουν, καθώς βάσει του ισχύοντος νομοθετικού καθεστώτος κανένας άλλος φορέας δεν μπορεί να θέσει σε κυκλοφορία υπεραστικά λεωφορεία;
ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ «ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ», όταν με το ίδιο ως άνω άρθρο τίθεται ως όρος η εμπειρία στις υπεραστικές μεταφορές που παρέχονται μέχρι σήμερα μονοπωλιακά από τα ΚΤΕΛ και, ως εκ τούτου, καμία ιδιωτική εταιρεία στη χώρα δεν θα ήταν δυνατόν να διαθέτει; Σε τι ακριβώς έγκειται η υποτιθέμενη «απελευθέρωση», παρότι για την ανάθεση του έργου δεν λαμβάνεται υπόψη η μακρά εμπειρία των τουριστικών επιχειρήσεων σε όλες τις υπόλοιπες οδικές μεταφορές, όπως μαθητών, εργαζομένων, τουριστών κλπ;
ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ «ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ», παρότι την ίδια στιγμή τίθεται ως όρος να διαθέτουν οι υποψήφιοι ήδη κατά τη στιγμή της διενέργειας του διαγωνισμού (!) συστήματα τηλεματικής, έκδοσης εισιτηρίων κ.ο.κ. «φωτογραφίζοντας» απροκάλυπτα τα ΚΤΕΛ, δεδομένου ότι μόνο αυτά διαθέτουν το σύστημα σε λειτουργία, ενώ οι επιχειρήσεις τουριστικών λεωφορείων απαγορεύεται να εκδίδουν και να εισπράττουν κόμιστρο;
ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ «ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ», παρότι με το ίδιο άρθρο προβλέπεται ότι οι υποψήφιοι οφείλουν να «παρέχουν εγγυήσεις ότι διαθέτουν» κατά τη διενέργεια της διαγωνιστικής διαδικασίας εγκαταστάσεις λεωφορείων στις αφετηρίες και στον τερματισμό, αντί να δίνεται πρόσβαση στους αναδόχους στους ήδη υφιστάμενους σταθμούς, οι οποίοι, εξάλλου, δημιουργήθηκαν με επιδοτήσεις του ελληνικού δημοσίου και με ποσοστό επί του αντιτίμου του εισιτηρίου που παρακρατείται για αυτό το σκοπό; Πώς ακριβώς επιχειρείται η φερόμενη «απελευθέρωση», όταν το υφιστάμενο δίκτυο σταθμών περνάει στα ΚΤΕΛ, ενώ κάθε άλλος οικονομικός φορέας που επιθυμεί να συμμετάσχει στο διαγωνισμό θα πρέπει να δημιουργήσει εκ του μηδενός δίκτυο σταθμών στον αστικό ιστό λόγω του περίπλοκου νομικού καθεστώτος, με τεράστιες δυσκολίες στην αδειοδότηση και, άρα, σε καταφανή αλλοίωση των όρων του ανταγωνισμού;
ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ «ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ», όταν στο άρθρο 31 («Μεταβατικές Διατάξεις Μέρους Α’») προτείνεται η παράταση του υφιστάμενου καθεστώτος διενέργειας των υπεραστικών γραμμών από τα ΚΤΕΛ για τα επόμενα «… δύο (2) έτη από την έναρξη ισχύος του παρόντος, με την επιφύλαξη έναρξης οποιασδήποτε διοικητικής ή δικαστικής διαδικασίας, οπότε και το χρονικό διάστημα παρατείνεται μέχρι το πέρας των εν λόγω διαδικασιών», εξυπηρετώντας αποκλειστικά τα ΚΤΕΛ που συνεχίζουν απρόσκοπτα την δραστηριότητά τους; Είναι πρόδηλο ότι με τον τρόπο αυτό καταλείπεται χαοτικό περιθώριο για την επ’ αόριστον παράταση του έργου τους, καθώς είναι δεδομένο ότι -αν το σχέδιο νόμου ψηφιστεί ως έχει- θα προσβληθεί δικαστικά ως προς την αντίθεσή του προς το Σύνταγμα και προς υπερεθνικής ισχύος διατάξεις, ενώπιον των ελληνικών και ενωσιακών δικαιοδοτικών οργάνων. Παρίσταται βέβαιο – ενόψει των πολλαπλώς προβληματικών ρυθμίσεων – ότι παράταση θα υπάρξει και μάλιστα πρόκειται είναι πολυετής, σε βάρος του επιβατικού κοινού και των φορολογουμένων.
ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ «ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ», όταν με το άρθρο 2 («Αντικείμενο») παρέχεται η δυνατότητα διεύρυνσης του έργου του αναδόχου με τη δημιουργία τακτικών δρομολογίων σε «.. προορισμούς με εργασιακό, εκπαιδευτικό, ιστορικό ή τουριστικό ενδιαφέρον» σε σύγκρουση με το άρθρο 1 του Ν.2446/96, όπως ισχύει, που ορίζει ότι αυτό είναι έργο των τουριστικών λεωφορείων;
Στην επιστολή την οποία και υπογράφουν ο πρόεδρος της ΓΕΠΟΕΤ Άρης Μαρίνης και ο γενικός γραμματέας της Ομοσπονδίας Γεώργιος Τσοπανάς ζητείται για ακόμη μια φορά η άμεση παρέμβασή των βουλευτών πριν δημιουργηθούν αδιέξοδα με την ψήφιση του εν λόγω νομοσχεδίου, που θα οδηγήσει με απόλυτη βεβαιότητα σε μαζικές προσφυγές στα εθνικά και ενωσιακά δικαιοδοτικά όργανα εκθέτοντάς σας στην κοινή γνώμη.
«Ζητούμε να λάβετε υπόψη τις παρατηρήσεις της Ομοσπονδίας μας και να επιμείνετε στην τροποποίηση των επίμαχων άρθρων του σχεδίου νόμου, ειδάλλως να τα καταψηφίσετε» καταλήγει η επιστολή.