Οι ταχυμεταφορές – κατά γενική διαπίστωση – συγκαταλέγονται στους «κερδισμένους» της ελληνικής οικονομίας από την εμφάνιση της πανδημίας και εξής.
Η «έκρηξη» του ηλεκτρονικού εμπορίου και οι αλλαγές στη συμπεριφορά του καταναλωτικού κοινού «αναβάθμισαν» τη σημασία των ταχυμεταφορών και της παράδοσης των προϊόντων στο σπίτι / στην εργασία ή αλλιώς, του last – mile.
Τα ανωτέρω καταδεικνύουν και τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της ΕΕΤΤ για την εγχώρια αγορά ταχυμεταφορών, τα οποία συνέλεξε το metaforespress.gr, σύμφωνα με τα οποία ο κλάδος γνώρισε άνθηση 12,6% στα έσοδα και 12,5% στα αντικείμενα το 2021 σε σχέση με το 2020.
Συγκεκριμένα, τα έσοδα του κλάδου ανήλθαν στα 482,2 εκατ. το 2021 έναντι 428,2 εκατ. το 2020 και τα διακινηθέντα αντικείμενα στα 119,3 εκατ. έναντι 106 εκατ. το 2020, παρουσιάζοντας και στις δυο περιπτώσεις άνοδο 12,5% – 12,6%.
Μεσοσταθμική ανάπτυξη 8,5% την τελευταία 5ετία
Σύμφωνα με την ΕΕΤΤ, την τελευταία δεκαετία, ο κλάδος των ταχυμεταφορών παρουσιάζει μια μεσοσταθμική αύξηση κατά 8,5%, ενώ την τελευταία πενταετία, η συνεισφορά των επιχειρήσεων ταχυμεταφορών στο σύνολο των εσόδων της ταχυδρομικής αγοράς αυξάνεται ταχύτατα, λόγω και της παράλληλης μείωσης του κύκλου εργασιών των ΕΛΤΑ.
Όπως αναφέρει η ανεξάρτητη Αρχή, εδώ και αρκετό καιρό έχει διαπιστωθεί από τις ετήσιες εκθέσεις επισκόπησης των αγορών της ΕΕΤΤ, πως ο όγκος των ταχυδρομικών αντικειμένων που διακινούνται από τις επιχειρήσεις υπό καθεστώς Γενικής Άδειας (ταχυμεταφορές) βαίνει αυξανόμενος.
Η τάση αυτή είναι ορατή ήδη από το 2012. Μάλιστα, την τελευταία δεκαετία εμφανίζει μια μεσοσταθμική αύξηση κατά 14,8%, ενώ την τελευταία πενταετία, η συνεισφορά των επιχειρήσεων υπό καθεστώς Γενικής Άδειας στο σύνολο των ταχυδρομικών αντικειμένων της αγοράς αυξάνεται, λόγω και της παράλληλης μείωσης του πλήθους των ταχυδρομικών αντικειμένων που διακινούνται από τα ΕΛΤΑ.
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι περισσότερες από 700 ταχυδρομικές επιχειρήσεις κατέχουν Γενική Άδεια, ο μεγαλύτερος όγκος των ταχυδρομικών αντικειμένων διακινείται από λιγότερες από δέκα επιχειρήσεις, οι οποίες καρπώνονται το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων του κλάδου.