Παρά τις ζημιές των 154 εκατ. ευρώ που σημείωσε στο δ’ τρίμηνο, η Ryanair Holdings κατέγραψε κέρδη μετά από φόρους ύψους 1,43 δισ. ευρώ για το σύνολο του έτους έως τις 31 Μαρτίου 2023.
Σύμφωνα με την low cost αεροπορική, τα κέρδη της «στηρίχθηκαν» -μεταξύ άλλων- από την ισχυρή ανάκαμψη της επιβατικής κίνησης και τους αυξημένους ναύλους και την αντιστάθμιση του κόστους καυσίμων.
Ειδικότερα, όπως ανέφερε η Ryanair, κατά το εξεταζόμενο οικονομικός έτος, η επιβατική κίνηση αυξήθηκε κατά 74% στους 168,6 εκατ. επιβάτες (+13% έναντι της επιβατικής κίνησης του 2020), οι ναύλοι αυξήθηκαν 10% στα επίπεδα προ COVID-19, επετεύχθησαν ισχυρά μερίδια αγοράς σε Ιταλία, Πολωνία, Ιρλανδία και Ισπανία, ενώ πραγματοποιήθηκε παραγγελία 300 νέων Boeing 737-MAX-10.
Σύμφωνα με τον Michael O’ Leary, διευθύνοντα σύμβουλο της Ryanair, «Το μερίδιο αγοράς της Ryanair έχει αυξηθεί σημαντικά στις περισσότερες αγορές της ΕΕ, καθώς διαχειριστήκαμε το 116% της χωρητικότητάς μας προ Covid το 2023. Τα περισσότερα κέρδη καταγράφηκαν στην Ιταλία (από 27% σε 40%), στην Πολωνία (26% σε 36%) και στην Ιρλανδία (49% σε 58%).
Αυτό το καλοκαίρι θα εκτελούμε το μεγαλύτερο πτητικό πρόγραμμά μας (σχεδόν 2.500 δρομολόγια με πάνω από 3.000 καθημερινές πτήσεις), αξιοποιώντας την αποκατάσταση της κυκλοφορίας.
Οι διαρθρωτικές μειώσεις χωρητικότητας στην Ευρώπη μετά από πολυάριθμες αποτυχίες αεροπορικών εταιρειών ή οι μειώσεις στόλου κατά τη διάρκεια του Covid, οι υψηλές τιμές πετρελαίου (αποθαρρύνοντας ασθενέστερες αεροπορικές εταιρείες να προσθέσουν χωρητικότητα), η έλλειψη αεροσκαφών (καινούργια & μισθωμένα) και η επιστροφή Ασιατών και Αμερικανών επισκεπτών στην Ευρώπη σημαίνουν ότι ενώ η ευρωπαϊκή χωρητικότητα μικρών αποστάσεων παραμένει κάτω από τα προ Covid επίπεδα, η ζήτηση είναι ιδιαίτερα ισχυρή.
Οι μελλοντικές κρατήσεις και τα αεροπορικά εισιτήρια επί του παρόντος είναι ισχυρά και συνεχίζουμε να παροτρύνουμε τους πελάτες να κάνουν κράτηση νωρίς για να αποφύγουν την αύξηση των τιμών».
Σύμφωνα με τον ίδιο, «αναμένουμε ότι οι ευρωπαϊκές αεροπορικές θα συνεχίσουν να ενοποιούνται τα επόμενα 2 χρόνια και φαίνεται πιθανό ότι θα αναπτύξουν το capacity με πειθαρχημένο τρόπο».
Β. Βεγιάζη