Προειδοποιητικές επιστολές σε 14 κράτη-μέλη (Αυστρία, Βουλγαρία, Γαλλία, Ελλάδα, Εσθονία, Ισπανία, Κάτω Χώρες, Κύπρος, Λουξεμβούργο, Πορτογαλία, Ρουμανία, Σλοβενία, Τσεχία και Φινλανδία) απέστειλε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, επειδή δεν κοινοποίησαν την εθνική τους νομοθεσία, με την οποία μεταφέρεται πλήρως στο εσωτερικό δίκαιο η οδηγία PNR (οδηγία 2016/681).
Τα κράτη-μέλη όφειλαν να είχαν μεταφέρει την οδηγία στην εθνική τους νομοθεσία έως τις 25 Μαΐου 2018.
Τα δεδομένα PNR αφορούν πληροφορίες που παρέχουν οι επιβάτες στις αεροπορικές εταιρείες κατά την κράτηση και τον έλεγχο των αεροπορικών εισιτηρίων.
Αυτά τα δεδομένα μπορεί να περιλαμβάνουν στοιχεία, όπως το όνομα του επιβάτη, τις ημερομηνίες ταξιδιού, τα δρομολόγια ταξιδιού, τον αριθμό θέσης, τις αποσκευές, τα στοιχεία επικοινωνίας και τα μέσα πληρωμής.
Η οδηγία απαιτεί από τα κράτη-μέλη να δημιουργήσουν ένα εθνικό σύστημα για τη συλλογή, την ανάλυση και την ανταλλαγή δεδομένων PNR για σκοπούς επιβολής του νόμου, με πλήρη σεβασμό των εγγυήσεων για την προστασία των δεδομένων.
Η επεξεργασία των δεδομένων αυτών αποτελεί σημαντικό εργαλείο για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και των σοβαρών μορφών εγκληματικότητας, συμβάλλοντας στον εντοπισμό ύποπτων ταξιδιωτικών συνηθειών και στην ταυτοποίηση δυνητικών εγκληματιών και τρομοκρατών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ήταν προηγουμένως άγνωστοι στις αρχές επιβολής του νόμου.
Συνιστούν καίριο στοιχείο του ευρωπαϊκού θεματολογίου για την ασφάλεια και ουσιαστικό συστατικό για την αποτελεσματική και πραγματική Ένωση Ασφάλειας.
Κατά τα τελευταία έτη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να βοηθήσει τα κράτη-μέλη να αναπτύξουν τα εθνικά τους συστήματα PNR, παρέχοντάς τους εμπειρογνωμοσύνη και χρηματοδότηση, καθώς και διευκολύνοντας την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών.
Ωστόσο, για να μπορέσει το πλαίσιο PNR να αξιοποιηθεί πλήρως, είναι σημαντικό τα συστήματα όλων των κρατών-μελών να είναι σε κατάσταση λειτουργίας.
Τα εν λόγω κράτη-μέλη έχουν πλέον προθεσμία 2 μηνών για να απαντήσουν στην προειδοποιητική επιστολή.
Μετά τη παρέλευση της προθεσμίας, η Επιτροπή μπορεί να εξετάσει το ενδεχόμενο αποστολής αιτιολογημένων γνωμών.