Η Κομισιόν αποφάσισε την αποστολή προειδοποιητικής επιστολής στη χώρα μας, καθώς δεν εφάρμοσε τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση διαδικασιών πλοήγησης βάσει επιδόσεων (PBN) στους ελληνικούς αερολιμένες, όπως απαιτείται από τους εκτελεστικούς κανονισμούς (ΕΕ) 2018/1048 και 2018/1139 της Επιτροπής, ούτε ολοκλήρωσε το σχέδιο διορθωτικών μέτρων που συμφωνήθηκε με τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Ασφάλεια της Αεροπορίας (EASA).
Επίσης, η Επιτροπή θα κινήσει διαδικασία επί παραβάσει με την αποστολή προειδοποιητικής επιστολής στο Βέλγιο [INFR(2024)2019], τη Γερμανία [INFR(2024)2021], τη Γαλλία [INFR(2024)2020], το Λουξεμβούργο [INFR(2024)2022] και τις Κάτω Χώρες [INFR(2024)2023], καθώς δεν εφάρμοσαν ορθά ορισμένες νομικές διατάξεις που προβλέπονται στον μηχανισμό επιδόσεων και το σύστημα χρέωσης τελών του Ενιαίου Ευρωπαϊκού Ουρανού όσον αφορά στις υπηρεσίες αεροναυτιλίας και οι οποίες θεσπίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 549/2004 και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 550/2004.
Ειδικότερα, η Κομισιόν διαπίστωσε απουσία κατάλληλων χρηματοδοτικών ρυθμίσεων για τις υπηρεσίες αεροναυτιλίας σε ορισμένες διασυνοριακές περιοχές, ακατάλληλη ή αδικαιολόγητη κατανομή του κόστους μεταξύ των υπηρεσιών αεροναυτιλίας κατά τη διαδρομή και των τερματικών υπηρεσιών αεροναυτιλίας, καθώς και ανεπαρκή οικονομικά κίνητρα για τους παρόχους υπηρεσιών.
Η απουσία αυτή επηρεάζει όχι μόνο τα έσοδα των παρόχων υπηρεσιών αεροναυτιλίας αλλά και τα τέλη που καταβάλλουν οι χρήστες του εναέριου χώρου, όπως οι πελάτες.
Όπως επισημαίνεται, η βελτιστοποίηση των διαδρομών υπηρεσίας εναέριας κυκλοφορίας και των διαδικασιών ενόργανης προσέγγισης και η παροχή υπηρεσιών διαχείρισης της εναέριας κυκλοφορίας/αεροναυτιλίας (ATM/ANS) με τη χρήση πλοήγησης βάσει επιδόσεων (PBN) μπορούν να αποφέρουν οφέλη όσον αφορά την ασφάλεια, τη χωρητικότητα, το περιβάλλον και την οικονομική αποδοτικότητα.
Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή αποστέλλει προειδοποιητική επιστολή στο Βέλγιο, τη Γερμανία, την Ελλάδα, τη Γαλλία, το Λουξεμβούργο και τις Κάτω Χώρες, οι οποίες έχουν πλέον προθεσμία δύο μηνών για να απαντήσουν και να διορθώσουν τις ελλείψεις που επισημάνθηκαν από την Επιτροπή.
Όπως επισημαίνει, εάν δεν λάβει ικανοποιητική απάντηση, μπορεί να αποφασίσει να αποστείλει αιτιολογημένη γνώμη.