Σε αμοιβαίο τερματισμό της προτεινόμενης εξαγοράς της Transat A.T. Inc. από την Air Canada προχώρησαν οι δύο αεροπορικές εταιρείες, έπειτα από τις αντιρρήσεις της Κομισιόν.
Επιμέλεια: Βάσω Βεγιάζη
Υπενθυμίζεται ότι, οι δύο αεροπορικές είχαν αρχικά συμφωνήσει τον Ιούνιο του 2019 για την εξαγορά, οι όροι των οποίων στη συνέχεια τροποποιήθηκαν τον Αύγουστο του 2019 και στη συνέχεια αναθεωρήθηκαν τον Οκτώβριο του 2020 ως αποτέλεσμα του σοβαρού οικονομικού αντίκτυπου της πανδημίας COVID-19.
Όπως σε κάθε εξαγορά, η συμφωνία έπρεπε να λάβει την έγκριση διαφόρων ρυθμιστικών αρχών, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Προκειμένου να ανταποκριθεί να λάβει το “πράσινο φως”, η Air Canada προσέφερε και βελτίωσε ένα «σημαντικό πακέτο διορθωτικών μέτρων, το οποίο υπερέβαινε τις εμπορικά εύλογες προσπάθειες που απαιτούνται από την Air Canada βάσει της Συμφωνίας Διακανονισμού και αυτό που παραδοσιακά γίνεται αποδεκτό από την Κομισιόν σε προηγούμενες υποθέσεις συγχώνευσης αεροπορικών εταιρειών».
Οπότε, η Air Canada κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «η παροχή πρόσθετων, διορθωτικών μέτρων, τα οποία ενδέχεται να μην έχουν ακόμη έγκριση από την Κομισιόν, θα έθεταν σε κίνδυνο τη δυνατότητα της Air Canada να δραστηριοποιείται στη διεθνή αγορά, επηρεάζοντας αρνητικά τους πελάτες της, αλλά και τις μελλοντικές προοπτικές καθώς ανακτά και ανακατασκευάζει από την επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19.
Ειδικά σε αυτό το δύσκολο περιβάλλον, είναι σημαντικό η Air Canada να επικεντρωθεί στη δημιουργία των βέλτιστων συνθηκών για την πλήρη ανάκαμψή της, διατηρώντας και αξιοποιώντας όλες τις βασικές δυνάμεις και περιουσιακά στοιχεία της, συμπεριλαμβανομένης της ισχυρής κουλτούρας των εργαζομένων».
Καταλήγοντας, τόσο η Air Canada όσο και η Transat συμφώνησαν να καταγγείλουν τη Συμφωνία Διακανονισμού ύψους 12,5 εκατ. δολ., με την Transat να μην υποχρεούται πλέον να πληρώσει στην Air Canada οποιαδήποτε αμοιβή σε περίπτωση που η Transat εμπλακεί σε άλλη απόκτηση ή παρόμοια συναλλαγή στο μέλλον.
Το σκεπτικό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
Ανακοίνωση για την απόφαση των Air Canada και Transat να καταγγείλουν την προτεινόμενη συμφωνία συγχώνευσης εξέδωσε η Κομισιόν αιτιολογώντας το σκεπτικό της απόφασής της.
Όπως σημειώνεται, η Κομισιόν επιβεβαιώνει ότι οι συζητήσεις με τις αεροπορικές και το προτεινόμενο πακέτο διορθωτικών μέτρων μέχρι στιγμής δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν επαρκώς τα προβλήματα ανταγωνισμού που εντοπίστηκαν.
Να σημειωθεί ότι, η έρευνα της Κομισιόν για την προτεινόμενη συναλλαγή είχε ξεκινήσει στις 25 Μαΐου 2020.
Σε δηλώσεις της, η Margrethe Vestager, υπεύθυνη για θέματα ανταγωνισμού, τόνισε «Η Air Canada και η Transat είναι δύο κορυφαίες αεροπορικές εταιρείες με ένα ευρύ δίκτυο δρομολογίων μεταξύ Ευρώπης και Καναδά.
Ξεκινήσαμε μια εις βάθος έρευνα, επειδή είχαμε ανησυχίες ότι η προτεινόμενη η συναλλαγή θα επηρέαζε αρνητικά τον ανταγωνισμό σε αυτές τις αγορές, οδηγώντας σε υψηλότερες τιμές, μειωμένη ποιότητα ή λιγότερες επιλογές για τους ταξιδιώτες.
Ενώ το ξέσπασμα του κορωνοϊού έχει επηρεάσει έντονα τον αεροπορικό κλάδο, η διατήρηση των ανταγωνιστικών δομών της αγοράς είναι απαραίτητη για να διασφαλιστεί ότι η ανάκαμψη μπορεί να είναι γρήγορη και ισχυρή.
Οι αγορές πρέπει να παραμείνουν δυναμικές και ανταγωνιστικές όταν οι ταξιδιώτες θα μπορούν και πάλι να πετούν πάνω από τον Ατλαντικό για διακοπές ή να επισκεφθούν τους αγαπημένους τους.
Σε συγκεκριμένη περίπτωση, η Κομισιόν διερεύνησε το βαθμό στον οποίο η κρίση του κορωνοϊού θα επηρέαζε τις δραστηριότητες της Air Canada, της Transat και των ανταγωνιστών τους και με βάση τις διαθέσιμες μέχρι σήμερα πληροφορίες, κατέληξε στο προκαταρκτικό συμπέρασμα ότι μακροπρόθεσμα Air Canada και Transat πιθανότατα να παραμείνουν πραγματικοί ή πιθανοί ανταγωνιστές στη συντριπτική πλειονότητα των διαδρομών μεταξύ του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου και του Καναδά, στις οποίες και οι δύο πετούσαν πριν από την κρίση.
Βάσει της εμπεριστατωμένης ανάλυσης που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της δεύτερης φάσης της έρευνας, τα προκαταρκτικά συμπεράσματα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ήταν ότι η προτεινόμενη συναλλαγή θα εγείρει ανησυχίες για τον ανταγωνισμό σε μεγάλο αριθμό των διατλαντικών διαδρομών. Με βάση τα αποτελέσματα του market test, οι προσφερόμενες διορθωτικές κινήσεις από μέρους των αεροπορικών φαίνονται ανεπαρκείς».