Την εκτίμηση ότι οι αφίξεις τουριστών θα φτάσουν φέτος τα 28 εκατομμύρια διατύπωσε ο Πρόεδρος του ΣΕΤΕ Ανδρέας Α. Ανδρεάδης, στο πλαίσιο της διεθνούς έκθεσης τουρισμού ΙΤΒ, που άνοιξε τις πύλες της στο Βερολίνο. Σύμφωνα με τον ίδιο, τα προσδοκόμενα έσοδα κινούνται στη ζώνη των 14,2 – 14,5 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Στη δήλωσή του ο επικεφαλής του ΣΕΤΕ σημειώνει: «Συνυπολογίζοντας στοιχεία που λαμβάνουμε στην έκθεση ΙΤΒ, τον προγραμματισμό για 1,5 εκατ. επιπλέον θέσεις το 2017 (500 χιλ. σε Αθήνα – 1 εκατ. σε υπόλοιπους προορισμούς), τόσο από νέες όσο και από παραδοσιακές αγορές, και τη διαχρονική πληρότητα των αεροπλάνων, που φέτος προβλέπεται αυξημένη σε σχέση με πέρυσι, η εκτίμηση του ΣΕΤΕ, για το 2017, είναι ότι οι διεθνείς αφίξεις μπορεί να ανέλθουν περίπου στα 26 εκατ. από 24,8 εκατ. το 2016.
Συμπεριλαμβανομένης και της κρουαζιέρας, η κίνηση της οποίας αναμένεται πτωτική περίπου 20% σε σχέση με πέρυσι, λόγω της γεωπολιτικής κατάστασης της ευρύτερης περιοχής της ΝΑ Μεσογείου, οι συνολικές αφίξεις για το 2017 αναμένεται να κινηθούν περί τα 28 εκατ., υπό την προϋπόθεση ότι οι οδικές αφίξεις θα μείνουν σταθερές.
Παράλληλα, εφόσον η μέση τουριστική δαπάνη ανακάμψει προς τα επίπεδα του 2015, εκτιμούμε ότι τα συνολικά έσοδα μπορούν να υπερβούν τα μεγέθη εκείνης της χρονιάς, δηλαδή να κινηθούν μεταξύ 14,2 – 14,5 δισ. ευρώ.
Εάν επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί, τότε ο τουρισμός μπορεί να συμβάλει ακόμα πιο δυναμικά στην ελληνική οικονομία και να δώσει -τουλάχιστον φέτος- μία επιπλέον μονάδα στο ΑΕΠ της χώρας.
Αναγκαία προϋπόθεση για όλα τα παραπάνω, ενόψει μάλιστα της έναρξης της τουριστικής περιόδου, είναι να ολοκληρωθεί άμεσα η αξιολόγηση του προγράμματος.
Παράλληλα, αν δεν μειωθεί η υπερφορολόγηση, αν δεν επιστρέψουν οι συντελεστές ΦΠΑ σε επίπεδα κοντά στα αντίστοιχα του ανταγωνισμού και αν δεν σταματήσει τώρα κάθε σκέψη για επιβολή νέων φόρων και επιβαρύνσεων, όπως ο φόρος διαμονής, είναι βέβαιο ότι θα παγιωθεί, μεσοπρόθεσμα, ένα ιδιαίτερα «τοξικό» περιβάλλον για το σύνολο της τουριστικής επιχειρηματικότητας και για τις αναπτυξιακές προοπτικές του τομέα και κατ’ επέκταση του συνόλου της ελληνικής οικονομίας.
Θα επιβαρυνθεί δε ιδιαίτερα η δεύτερη ταχύτητα του ελληνικού τουρισμού, αυτή της άγνωστης τουριστικά Ελλάδας, με τη συρρικνωμένη τουριστική περίοδο και τις χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Αυτή η πραγματικότητα θα λάβει ακόμα πιο αρνητική διάσταση, όταν εκλείψουν οι εξωγενείς διεθνείς συγκυρίες που, αυτό το διάστημα, ευνοούν τη δυναμική του ελληνικού τουρισμού».