Η αποζημίωση, η οποία οφείλεται στους επιβάτες, σε περίπτωση ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης μιας πτήσης με ανταπόκριση, πρέπει να υπολογίζεται με βάση την απόσταση, σε ευθεία γραμμή, μεταξύ των αεροδρομίων αναχωρήσεως και αφίξεως
Το γεγονός ότι η απόσταση, την οποία πράγματι διήνυσε μια τέτοια πτήση είναι, λόγω της πραγματοποιήσεώς της με ανταπόκριση, μεγαλύτερη από την απόσταση μεταξύ των αεροδρομίων αναχωρήσεως και αφίξεως, δεν ασκεί επιρροή στον υπολογισμό της αποζημιώσεως
Οι Birgit Bossen, Anja Bossen και Gudula Gräßmann ταξίδεψαν από τη Ρώμη στο Αμβούργο μέσω Βρυξελλών με πτήση της Brussels Airlines.
Επειδή η πτήση τους αφίχθη στο Αμβούργο με καθυστέρηση τριών ωρών και πενήντα λεπτών σε σχέση με τον προγραμματισμένο χρόνο αφίξεως, προσέφυγαν ενώπιον του Amtsgericht Hamburg (ειρηνοδικείο Αμβούργου, Γερμανία) ζητώντας να τους επιδικάσει την αποζημίωση που προβλέπεται από τον κανονισμό της Ένωσης για την αποζημίωση των επιβατών αεροπορικών μεταφορών[1].
Ο κανονισμός αυτός, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, ορίζει μεταξύ άλλων ότι, σε περίπτωση καθυστερήσεως τριών ή περισσοτέρων ωρών, οι επιβάτες δικαιούνται αποζημίωση 250 ευρώ για τις πτήσεις έως και 1500 χιλιομέτρων και 400 ευρώ για τις πτήσεις άνω των 1500 χιλιομέτρων που πραγματοποιούνται μεταξύ δύο κρατών μελών.
Στο πλαίσιο αυτό, το γερμανικό δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο εάν, στην περίπτωση πτήσεως που πραγματοποιείται με ανταπόκριση, η συνολική απόσταση πτήσεως ισούται με την απόσταση μεταξύ του αεροδρομίου αναχωρήσεως και του αεροδρομίου αφίξεως (δηλαδή εν προκειμένω 1 326 χιλιόμετρα μεταξύ Ρώμης και Αμβούργου) ή εάν πρέπει να υπολογισθεί με βάση την πράγματι διανυθείσα απόσταση (δηλαδή εν προκειμένω 1 656 χιλιόμετρα, ήτοι 1 173 χιλιόμετρα για την απόσταση μεταξύ Ρώμης και Βρυξελλών και 483 χιλιόμετρα για την απόσταση μεταξύ Βρυξελλών και Αμβούργου).
Από την απάντηση στο ερώτημα αυτό θα εξαρτηθεί το ύψος της αποζημιώσεως που θα καταβληθεί στους ενδιαφερόμενους επιβάτες.
Με τη σημερινή απόφασή του, το Δικαστήριο διαπιστώνει καταρχάς ότι, όσον αφορά το δικαίωμα αποζημιώσεως, ο κανονισμός δεν πραγματοποιεί διάκριση με βάση το αν οι επιβάτες φθάνουν στον τελικό προορισμό τους με απευθείας πτήση ή με πτήση με ανταπόκριση.
Το Δικαστήριο συνάγει εξ αυτού ότι, και στις δύο περιπτώσεις, οι επιβάτες πρέπει να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο κατά τον υπολογισμό του ύψους της αποζημιώσεως.
Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι τα διάφορα κλιμάκια αποζημιώσεως τα οποία προβλέπει ο κανονισμός αντανακλούν τις διαφορές στον βαθμό της ταλαιπωρίας την οποία υφίστανται οι επιβάτες, εξαιτίας του ότι δεν έχουν τη δυνατότητα να αναδιοργανώσουν ελεύθερα τη μετακίνησή τους και να αποφύγουν έτσι την απώλεια χρόνου την οποία συνεπάγεται η ματαίωση ή η μεγάλη καθυστέρηση της πτήσεώς τους.
Συναφώς, το Δικαστήριο εκτιμά ότι το είδος της πτήσεως (απευθείας πτήση ή πτήση με ανταπόκριση) δεν έχει αντίκτυπο στον βαθμό της ταλαιπωρίας την οποία υφίστανται οι επιβάτες.
Επομένως, κατά τον καθορισμό του ύψους της αποζημιώσεως στην περίπτωση πτήσεως με ανταπόκριση, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνον η απόσταση σε ευθεία γραμμή (ορθοδρομική απόσταση), την οποία θα διέγραφε μια απευθείας πτήση μεταξύ του αεροδρομίου αναχωρήσεως και του αεροδρομίου αφίξεως.
Το γεγονός ότι, λόγω της ανταποκρίσεως, η πράγματι διανυθείσα απόσταση υπερβαίνει την απόσταση μεταξύ των αεροδρομίων αναχωρήσεως και αφίξεως δεν ασκεί επιρροή στον υπολογισμό της αποζημιώσεως.
[1] Κανονισμός (ΕΚ) 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 295/91 (ΕΕ 1991, L 46, σ. 1).