Την απλούστευση των αδειοδοτικών διαδικασιών για την κατασκευή και εκμετάλλευση υδατοδρομίων και την επανεκκίνηση των πτήσεων με υδροπλάνα υπόσχεται το υπουργείο Μεταφορών.
Του Φώτη Φωτεινού
Το υπουργείο Μεταφορών θα προσπαθήσει να ελαχιστοποιήσει, εφόσον αυτό καταστεί εφικτό, τον αριθμό των σχετικών αδειών, προχωρώντας παράλληλα στη δημοσίευση κάποιων κρίσιμων ΚΥΑ για την αποσαφήνιση του νέου θεσμικού πλαισίου για τα υδατοδρόμια, όπως άφησε χθες να διαφανεί, σε τηλεοπτική συνέντευξή του, ο υφυπουργός Μεταφορών Γιάννης Κεφαλογιάννης.
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, το πρώτο δίκτυο υδατοδρομίων θα δημιουργηθεί στο Ιόνιο Πέλαγος και τη Δυτική Ελλάδα.
Στην εγχώρια αγορά δραστηριοποιούνται δυο εταιρείες, η Ελληνικά Υδατοδρόμια και η Hellenic Seaplanes, οι οποίες έχουν προσελκύσει, σύμφωνα με δηλώσεις στελεχών τους, ιδιωτικά κεφάλαια.
Το μεγάλο ερώτημα που απασχολεί την αγορά των υδροπλάνων, είναι η βιωσιμότητα της επένδυσης.
Όπως αναφέρουν στελέχη του κλάδου, τα υδροπλάνα είναι συγκεκριμένης χωρητικότητας και συγκεκριμένων επιχειρησιακών δυνατοτήτων.
Σε καμία περίπτωση δεν έρχονται να υποκαταστήσουν αεροπλάνα ή πλοία, αλλά να λειτουργήσουν συμπληρωματικά.
Για παράδειγμα, με τα υδροπλάνα απομακρυσμένα νησιά μπορούν να συνδεθούν πιο εύκολα με την ηπειρωτική Ελλάδα ή με μεγαλύτερα νησιά, επιβάτες κρουαζιέρας μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν για επισκέψεις σε νησιωτικούς και άλλους προορισμούς και φυσικά, μπορούν να δρομολογηθούν σε έκτακτες περιπτώσεις (μεταφορά ασθενών).
Η αναφορά για τα υδροπλάνα στο Εθνικό Στρατηγικό Σχέδιο Μεταφορών
Στο Εθνικό Στρατηγικό Σχέδιο Μεταφορών, η σύναψη του οποίου παραδόθηκε στο υπουργείο Μεταφορών τον περασμένο Φεβρουάριο, επισημαίνονταν ότι ένα αρχικό δίκτυο υδατοδρομίων είναι ήδη υπό ανάπτυξη.
Τρία υδατοδρόμια έχουν αδειοδοτηθεί για τα λιμάνια της Κέρκυρας, των Παξών και της Πάτρας, ενώ τέσσερα ακόμα υδατοδρόμια σε Θεσσαλονίκη, Ίο, Ηράκλειο και Πύλο είναι υπό αξιολόγηση από την Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας.
Αντίστοιχα, εκκρεμούν περισσότερες από 20 επιπλέον αιτήσεις προς έγκριση (σε αναμονή επικύρωσης της νέας νομοθεσίας) και ότι στην περιοχή της Αθήνας σχεδιάζεται μητροπολιτική βάση υδροπλάνων.
Όπως αναφερόταν στο Εθνικό Στρατηγικό Σχέδιο Μεταφορών, οι πρώτες πτήσεις με υδροπλάνα πραγματοποιήθηκαν το 2005 στο Ιόνιο Πέλαγος και στη συνέχεια επεκτάθηκαν στο λιμάνι της Πάτρας.
Ακολούθως, άρχισαν πτήσεις με υδροπλάνα από το λιμάνι Λαυρίου (στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας) προς νησιά των Κυκλάδων, των Δωδεκανήσων, του Ιονίου και του λιμένα Πάτρας.
Ένα βασικό μειονέκτημα στη λειτουργία αυτών των υπηρεσιών υδροπλάνων ήταν ο δυσμενής όρος του Ν. 3333/2005 που ανέφερε ότι δεν είναι δυνατή η εκτέλεση περισσότερων από τρεις πτήσεις ανά υδατοδρόμιο.
Το 2007, οι υπουργοί των τότε υπουργείων Εμπορικής Ναυτιλίας και Μεταφορών και Επικοινωνιών ανακοίνωσαν ότι θα επιταχύνουν τις διαδικασίες δημιουργίας νέων υδατοδρομίων.
Σύμφωνα με το ΦΕΚ 956/14-06-07, ο περιορισμός αυτός άλλαξε για δύο ηπειρωτικά υδατοδρόμια. Το επιτρεπόμενο όριο πτήσεων για το υδατοδρόμιο Πάτρας αυξήθηκε σε 5 πτήσεις ανά ημέρα και για το Λαύριο αυξήθηκε σε 9 πτήσεις ανά ημέρα.
Ωστόσο, αυτή η αύξηση των ορίων πτήσεων δεν ήταν αρκετή. Οι εταιρείες υδροπλάνων, ελπίζοντας ότι οι επιχειρήσεις τους θα επεκτείνονταν με ταχείς ρυθμούς, είχαν υπογράψει συμβόλαια μίσθωσης για πολλά υδροπλάνα (περισσότερα από όσα ήταν αναγκαίο, όπως επισημαίνεται) και μακροχρόνιες συμβάσεις, με πολλούς πιλότους υδροπλάνων.
Τα αδρανή υδροπλάνα και οι πιλότοι προκάλεσαν υψηλό λειτουργικό κόστος και το 2008 οι εταιρείες υδροπλάνων σταμάτησαν τις δραστηριότητές τους, υποστηρίζουν οι συγγραφείς του ΕΣΣΜ.
Αργότερα, ο Ν. 4146/2013 εξάλειψε τους περιορισμούς για τις συνολικές ημερήσιες πτήσεις για εγκεκριμένα υδατοδρόμια (άρθρο 43).
Σήμερα, υφίσταται νέα νομοθεσία για την «Ίδρυση, λειτουργία και εκμετάλλευση αεροδρομίων επί υδάτινων επιφανειών».
Μετά από μακρά περίοδο, η νέα νομοθεσία Ν.4568/2018 (που περιλαμβάνει ευνοϊκότερους όρους για την ίδρυση και λειτουργία υδατοδρομίων), όπως αναφέρεται στο Εθνικό Σχέδιο, παρουσιάστηκε στο ελληνικό κοινοβούλιο προς συζήτηση (Σεπτέμβριος 2018) και ψηφίστηκε τον Οκτώβριο του 2018.