Η Go First, η 4η μεγαλύτερη αεροπορική της Ινδίας, κήρυξε πτώχευση και ακύρωσε εκατοντάδες πτήσεις, κατηγορώντας τον αμερικανικό προμηθευτή κινητήρων Pratt & Whitney.
Επιμέλεια: Βάσω Βεγιάζη
Ο αερομεταφορέας χαμηλού κόστους αποτελεί μια ακόμη ινδική αεροπορική που καταρρέει μετά την κρίση του 2019, με την Jet Airways να έχει προηγηθεί.
Ωστόσο, η κατάρρευση της Go First έρχεται σε μια περίοδο που η αναπτυσσόμενη αεροπορική βιομηχανία της Ινδίας έχει ανακάμψει μετά την πανδημία του Covid-19.
Σύμφωνα με τα διεθνή μέσα ενημέρωσης, η Go First, η οποία διάγει ζημιογόνο πορεία τα τελευταία χρόνια, προχωρά στην ακύρωση όλων των πτήσεων από τις 3 Μαΐου έως τις 5 Μαΐου, ενώ παράλληλα υπέβαλε αίτηση πτώχευσης σε δικαστήριο της Ινδίας.
Η αεροπορική υποστήριξε ότι «έπρεπε να κάνει αυτό το βήμα, λόγω του διαρκώς αυξανόμενου αριθμού των κινητήρων που προμηθεύονταν από την Pratt & Whitney», οι οποίοι -όπως ισχυρίστηκε η Go First- την ανάγκασαν να καθηλώσει περίπου το 50% του στόλου των 57 Airbus A320neo που διαθέτει.
Μάλιστα, όπως σημείωσε, αυτή η απόφαση της προκάλεσε απώλεια εσόδων και επιπλέον έξοδα ύψους 1,3 δισ. δολ.
Επίσης, κατηγόρησε την Pratt & Whitney ότι δεν ακολούθησε σχετική απόφαση, με την οποία ο προμηθευτής κινητήρων υποχρεούτο να παράσχει «τουλάχιστον 10 εφεδρικούς μισθωμένους κινητήρες έως τις 27 Απριλίου 2023» στην αεροπορική εταιρεία.
Από την πλευρά της, η Pratt & Whitney σχολίασε ότι «έχει δεσμευτεί για την επιτυχία των πελατών μας και συνεχίζουμε να δίνουμε προτεραιότητα στα χρονοδιαγράμματα παράδοσης για όλους τους πελάτες».
Παράλληλα, επεσήμανε ότι «Η P&W συμμορφώνεται με τη διαιτητική απόφαση του Μαρτίου 2023 σχετικά με το Go First. Δεδομένου ότι αυτό είναι πλέον θέμα δικαστικής διαμάχης, δεν θα σχολιάσουμε περαιτέρω».
Να σημειωθεί ότι, η Go First αντιπροσώπευε το 7,8% του μεριδίου της εγχώριας αγοράς στο α’ τρίμηνο του 2023, καθιστώντας την τον τέταρτο μεγαλύτερο εγχώριο αερομεταφορέα της Ινδίας.
Εκτιμάται δε, βάσει των όσων αναφέρονται στην αίτηση πτώχευσης, ότι οφείλει στους πιστωτές της 65,21 δισ. ρουπίες (798 εκατ. δολ.).