Μία στις έξι αντλίες (14,5%) παραδίδουν λιγότερο καύσιμο, από αυτό που πληρώνουν οι καταναλωτές, με τις αποκλίσεις να φθάνουν έως και σε 9,5%, σύμφωνα με έρευνα του Πολυτεχνείου, που παρουσιάστηκε σε εκδήλωση του Συνδέσμου των Εταιριών Εμπορίας Πετρελαιοειδών.
Η κατάσταση έχει επιδεινωθεί σημαντικά σε σχέση με την αντίστοιχη έρευνα που πραγματοποιήθηκε πριν τέσσερα χρόνια, όταν το ποσοστό των προβληματικών αντλιών ήταν 4%, όπως μετέδωσε το ΑΜΠΕ.
Η έρευνα έγινε σε 150 πρατήρια στην Αττική με τη χρήση μυστικού αυτοκινήτου, ειδικά διασκευασμένου, ώστε να μετράται εκ των υστέρων η πραγματική, ποσότητα που παρελήφθη στο ρεζερβουάρ.
Σύμφωνα με τη νομοθεσία, υπενθυμίζεται, είναι ανεκτές οι αποκλίσεις μέχρι 0,5%. Οι παραβάσεις σύμφωνα με τα αποτελέσματα που ανακοινώθηκαν εντοπίζονται στα πρατήρια με χαμηλές τιμές, ενώ τα δυο μεγαλύτερα ποσοστά αποκλίσεων εντοπίστηκαν σε πρατήρια της ίδιας εταιρίας.
Όπως τονίστηκε στην εκδήλωση, όλες οι αποκλίσεις καταγράφονται από τα συστήματα ελέγχου εισροών – εκροών όγκου καυσίμων τα όποια έχουν εγκατασταθεί στα περισσότερα σημεία διακίνησης αλλά δεν είναι λειτουργικά παρά τα βήματα που έχουν γίνει το τελευταίο διάστημα, καθώς εκκρεμεί η συμπλήρωση του θεσμικού πλαισίου.
Συγκεκριμένα, όπως ανέφερε ο πρόεδρος του Συνδέσμου Γιάννης Αληγιζάκης, ενώ το σύστημα έχει εγκατασταθεί στο 99% των πρατηρίων με κόστος 90 εκατ. ευρώ, δεν γίνεται επεξεργασία και αξιοποίηση των στοιχείων, ενώ δεν έχουν πιστοποιηθεί τα λογισμικά των συστημάτων.Επιπλέον:
-Το σύστημα δεν λειτουργεί στις φορολογικές αποθήκες αν και έχει εγκατασταθεί από το Μάιο του 2016.
-Εκκρεμούν οι αποφάσεις για τους σταθμούς αεροπορικών καυσίμων καθώς η ισχύουσα απόφαση είναι ανεφάρμοστη.
-Εκκρεμεί η έκδοση ΚΥΑ για μαρίνες, εργοτάξια, χώρους στάθμευσης αυτοκινήτων ΚΤΕΛ και ελεύθερες αποθήκες καυσίμων, όπως επίσης για τις προδιαγραφές και τη διαδικασία εγκατάστασης GPS στα βυτιοφόρα.
Συνολικά, σύμφωνα με τον κ. Αληγιζάκη, οι απώλειες εσόδων από το λαθρεμπόριο καυσίμων εκτιμώνται σε 250-300 εκατ. ευρώ το χρόνο.
Ο ΣΕΕΠΕ ζήτησε να επανεξεταστεί η φορολογία στα καύσιμα, υποστηρίζοντας ότι οποιαδήποτε νέα αύξηση φόρων, όπως αυτές που έχουν εξαγγελθεί, δεν θα φέρουν αποτέλεσμα λόγω της μείωσης της κατανάλωσης και της επιδείνωσης της παραβατικότητας στην αγορά καυσίμων.
Επίσης, εντατικοποίηση των ελέγχων και συμπλήρωση του θεσμικού πλαισίου για τα συστήματα εισροών – εκροών.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ οι αυξήσεις της φορολογίας στα καύσιμα οδηγούν σε άνοδο των τιμών, μείωση της κατανάλωσης και των εσόδων του Δημοσίου με αποτέλεσμα να μην επιτευχθούν οι στόχοι του προϋπολογισμού, ενώ οι επιπτώσεις είναι ακόμη δυσμενέστερες, αν συνυπολογιστεί η αύξηση της παραβατικότητας και η μείωση της οικονομικής δραστηριότητας, όπως επίσης αν το επόμενο διάστημα υπάρξει άνοδος των διεθνών τιμών των καυσίμων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Συνδέσμου, η κατανάλωση καυσίμων από το 2009 βρίσκεται σε ελευθέρωση πτώση και ξεπερνά σωρευτικά το 40%, ενώ πτώση προβλέπεται και για φέτος.