Στη θέσπιση αναθεωρημένων κανόνων, που καθορίζουν μια πιο συστηματική προσέγγιση για ασφαλέστερες οδικές υποδομές, προχώρησε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
Στόχος είναι η μείωση των θανάτων και των σοβαρών τραυματισμών από τροχαία ατυχήματα, εξασφαλίζοντας ότι το οδικό δίκτυο, οι σήραγγες και οι γέφυρες σχεδιάζονται και συντηρούνται καλύτερα.
Η μεταρρύθμιση αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο των προσπαθειών της ΕΕ να υλοποιήσει τους στρατηγικούς της στόχους για μείωση του αριθμού των θανάτων από τροχαία ατυχήματα έως το 2020, κατά το ήμισυ, σε σύγκριση με το 2010, και τον μηδενισμό των θανατηφόρων ατυχημάτων έως το 2050.
Με την αναθεωρημένη οδηγία διευρύνεται το πεδίο εφαρμογής των ισχυόντων κανόνων ώστε να περιλαμβάνει τους αυτοκινητόδρομους και τους κύριους άξονες πέραν του διευρωπαϊκού δικτύου μεταφορών (ΔΕΔ-Μ).
Οι στατιστικές υποδηλώνουν ότι αυτό θα συμβάλει στη σημαντική βελτίωση της ασφάλειας των οδικών υποδομών σε ολόκληρη την ΕΕ. Οι κανόνες θα καλύπτουν επίσης το οδικό δίκτυο εκτός των αστικών περιοχών, η κατασκευή του οποίου χρηματοδοτείται από την ΕΕ.
Τα κράτη-μέλη θα υποχρεωθούν να αξιολογούν την ασφάλεια του συνόλου του οδικού δικτύου τουλάχιστον ανά 5ετία. Η αξιολόγηση αυτή δίνει την εικόνα του συνόλου του οδικού δικτύου που καλύπτεται από την οδηγία και χρησιμοποιείται για την εκτίμηση του κινδύνου ατυχημάτων.
Οι αρχές θα χρησιμοποιούν τα πορίσματα της αξιολόγησης για να διεξάγουν πιο συγκεκριμένους ελέγχους της οδικής ασφάλειας ή να λαμβάνουν άμεσα διορθωτικά μέτρα.
Οι πρώτες αξιολογήσεις ασφάλειας ολόκληρου του οδικού δικτύου αναμένονται το αργότερο έως το 2024.
Στις διαδικασίες διαχείρισης της οδικής ασφάλειας θα είναι υποχρεωτικό να λαμβάνονται συστηματικά υπόψη οι πεζοί, οι ποδηλάτες και λοιποί ευάλωτοι χρήστες του οδικού δικτύου.
Να σημειωθεί ότι, το 2017, οι προαναφερόμενοι χρήστες του οδικού δικτύου αντιπροσώπευαν περίπου το 50% των θανάτων από τροχαία ατυχήματα στην ΕΕ.
Η οδηγία θα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ και θα τεθεί σε ισχύ 20 ημέρες μετά τη δημοσίευσή της.
Κατόπιν αυτού, τα κράτη-μέλη θα έχουν στη διάθεσή τους 2 χρόνια για να θεσπίσουν εθνικές διατάξεις που να την θέτουν σε έμπρακτη εφαρμογή.