Το 55% των δημόσιων ΚΤΕΟ της χώρας παραµένει αδρανοποιηµένο και µε αναξιοποίητο εξοπλισµό, ύψους περίπου 1.915.479 ευρώ, που αγγίζει το ποσοστό του 63% στις γραµµές των φορτηγών και του 58% αντιστοίχως, στις γραµµές των επιβατικών.
Αυτό αποκαλύπτει η Ετήσια Έκθεση 2015 της Γενικής Επιθεωρήτριας ∆ηµόσιας ∆ιοίκησης, στο πλαίσιο διερεύνησης της καταγγελίας του Πανελληνίου Συλλόγου Ιδιοκτητών Ιδιωτικών ΚΤΕΟ για τον έλεγχο της προµήθειας και εγκατάστασης εξοπλισµού και λογισµικού αυτοµάτων γραµµών ελέγχου στα δηµόσια ΚΤΕΟ, στο πλαίσιο της σύµβασης 6115/2009 και των τροποποιήσεων αυτής.
Τα κυριότερα συµπεράσµατα του ελέγχου συνοψίζονται στα εξής:
α) Αναποτελεσµατικότητα του έργου.
β) Ατελής εκπλήρωση αυτοτελούς συµβατικής υποχρέωσης του αναδόχου, αναφορικά µε το λογισµικό ολοκλήρωσης των αυτοµάτων γραµµών. Καταγράφεται η απουσία µακρόπνοου στρατηγικού σχεδιασµού στη διαδικασία εξοπλισµού και συνακόλουθης επαναλειτουργίας των ∆. ΚΤΕΟ.
Επιπλέον, καταγράφηκε έλλειµµα συντονισµού µεταξύ των εµπλεκοµένων οργανικών µονάδων του Υπουργείου, για τη διαχείριση ζητηµάτων που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία εκτέλεσης της σύµβασης.
Τίθεται θέµα αποτελεσµατικής λειτουργίας, από το γεγονός ότι, παρά τις τρείς προµήθειες στις οποίες προέβη το Υπουργείο, από το 2000 έως την εξεταζόµενη σύµβαση, µε τις οποίες συνδέονται και άλλες υποστηρικτικές αναθέσεις έργου, το 55% των ∆. ΚΤΕΟ της χώρας παραµένουν αδρανοποιηµένα, σε πυκνοκατοικηµένες µάλιστα περιοχές, µε µεγάλο αριθµό οχηµάτων προς έλεγχο, και µε αναξιοποίητο εξοπλισµό, ύψους περίπου 1.915.479 €, που αγγίζει το ποσοστό του 63% στις γραµµές των φορτηγών και του 58% αντιστοίχως, στις γραµµές των επιβατικών.
Σε ορισµένες Περιφέρειες δεν υπάρχει πρόθεση επαναλειτουργίας των ∆ηµοσίων ΚΤΕΟ(όπως στις Π.Ε. Ανατολικής Θεσσαλονίκης, της Πέλλας, της Καρδίτσας, της Ηµαθίας, του Ηρακλείου, του Λασιθίου, του Ρεθύµνου, των Χανίων), εξαιτίας της προβλεπόµενης µικρής επισκεψιµότητας και του ανταγωνισµού µε τα ιδιωτικά κέντρα τεχνικού ελέγχου. Αξιοσηµείωτο είναι το γεγονός ότι η συγκεκριµένη απόφαση, σε ορισµένες περιφερειακές υπηρεσίες, στηρίχθηκε σε σχετική µελέτη κόστους-οφέλους, µε εκτίµηση της βιωσιµότητας και του µελλοντικού κύκλου εργασιών (π.χ. Π.Ε. Πέλλας).
Παρόµοιος σχεδιασµός σε επίπεδο κεντρικής διοίκησης διαφαίνεται πως δεν υπήρξε πριν από την εκκίνηση του έργου. Άµεση απόρροια των ανωτέρω είναι η απώλεια πολύτιµων εσόδων από τα δηµόσια ταµεία και η µη αξιοποίηση των πλείστων των µηχανηµάτων ελέγχου, τα οποία παραµένουν αχρησιµοποίητα εδώ και αρκετά χρόνια, είτε στα ∆. ΚΤΕΟ που δεν λειτουργούν, είτε στην κεντρική αποθήκη του Υπουργείου, βαίνοντας απαξιούµενα, εντός ενός ευµετάβλητου θεσµικού περιβάλλοντος, όπου οι κανονιστικές ρυθµίσεις περί εξοπλισµού τεχνικού ελέγχου, διαδέχονται η µία την άλλη.
Παρέµειναν αµφιβολίες αναφορικά µε το, εάν οι τεχνικές προδιαγραφές του διαγωνισµού, αναφορικά µε το λογισµικό ολοκλήρωσης των µηχανηµάτων ελέγχου ήταν ορθώς και σαφώς διατυπωµένες, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η απαραίτητη διαλειτουργικότητα των αυτοµάτων γραµµών, µε άλλα υπολογιστικά συστήµατα (µηχανογραφικό ∆ηµοσίων ΚΤΕΟ, ΥΜΕ).
Σε αρκετά ΚΤΕΟ, µετά την ολοκλήρωση της εξεταζόµενης προµήθειας του Υπουργείου, προέκυψε ή απαιτείται επιπλέον δαπάνη για προµήθεια λογισµικού διαχείρισης, παραµετροποίησης και σύνδεσης των αυτοµάτων γραµµών µε το µηχανογραφικό σύστηµα των δηµοσίων ΚΤΕΟ (ενδεικτικά Περιφέρεια Αττικής για ΚΤΕΟ Χολαργού, Π.Ε. Ξάνθης, Περιφέρειας Κρήτης για τα ΚΤΕΟ Ηρακλείου, Ρεθύµνου, Χανίων, Λασιθίου, Π.Ε. ∆ράµας για το οµώνυµο κέντρο, ΠΕ Ροδόπης για το ΚΤΕΟ Κοµοτηνής). Οµοίως, σε ορισµένα ΚΤΕΟ ανέκυψε ανάγκη αναβάθµισης του λογισµικού των αυτοµάτων γραµµών τους (ενδεικτικά ΚΤΕΟ Πάτρας, Πύργου, Αγρινίου, Μεσολογγίου).