Με τέσσερις τροπολογίες, που κατατέθηκαν χθες το βράδυ, η κυβέρνηση προχώρησε σε διορθώσεις, επί των προαπαιτούμενων που ζήτησαν οι δανειστές.
Μια από αυτές αναφέρεται στην Εγνατία Οδό και στη διευθέτηση του θέματος των διοδίων, καθώς – όπως υποστηρίζει το ΤΑΙΠΕΔ – πρόσφατη ρύθμιση του υπουργείου Μεταφορών εμπόδιζε, έμμεσα, την παραχώρηση του οδικού άξονα.
Σύμφωνα με την τροπολογία, προστίθεται η φράση «με την επιφύλαξη όσων προβλέπονται στα άρθρα 1, 2, 3, 4 και 7 της ΚΥΑ 6686/17.11/2014 (Β’3086)” στις παραπάνω δύο παραγράφους, δηλαδή:
– “χρέωση διοδίων εφαρμόζεται, ανά κατηγορία οχήματος:… που διέπονται από το π.δ. 60/2007 (Α’ 64), όπως ισχύει” και
– “Από την έναρξη ισχύος του παρόντος, απαγορεύεται η εγκατάσταση και λειτουργία νέων μετωπικών σταθμών διοδίων… δίκτυο. Εν προκειμένω, η φράση “με την επιφύλαξη όσων προβλέπονται στα άρθρα 1, 2, 3, 4 και 7 της ΚΥΑ 6686/17.11/2014 (Β’3086)” τοποθετείται μετά τη λέξη “απαγορεύεται” και πριν τη φράση “η εγκατάσταση και λειτουργία νέων μετωπικών σταθμών διοδίων ….κ.λ.π”.
Η τροπολογία
“Τροποποίηση διατάξεων του ν. 4388/2016 (Α’ 93)”
1. Στο τέλος του α’ εδαφίου της παραγράφου 7 του άρθρου δεύτερου του Ν.4388/2016 μετά τις λέξεις “όπως ισχύει” προστίθεται η φράση “και των άρθρων 1, 2, 3, 4 και 7 της ΚΥΑ 6686/17.11/2014 ( Β’ 3086) όπως ισχύει” και
2. Στο β’ εδάφιο της παραγράφου 7 του άρθρου δεύτερου του Ν.4388/2016 μετά τη λέξη “απαγορεύεται” και πριν τη φράση “η εγκατάσταση και λειτουργία νέων μετωπικών σταθμών διοδίων ….κ.λ.π” προστίθεται η φράση “,με την επιφύλαξη όσων προβλέπονται στα άρθρα 1, 2, 3, 4 και 7 της ΚΥΑ 6686/17.11/2014 (Β’3086),”
Η αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας
Η προβλεπόμενη ρύθμιση αποβλέπει στην ασφάλεια δικαίου της εφαρμογής της παραγράφου 7 του δευτέρου άρθρου του Ν.4388/2016 (Α’93), καθόσον διασφαλίζει την εύρυθμη εφαρμογή του νέου συστήματος επιβολής αναλογικών διοδίων προβλέποντας ρητά ότι για συμβάσεις παραχώρησης που ήδη έχουν συναφθεί και εκτελούνται, βάσει του Π.δ/γματος 60/2007 (Α’ 64) και των άρθρων 1, 2, 3, 4 και 7 της ΚΥΑ 6686/17.11.2014 (Β’3086), συνεχίζει να εφαρμόζεται για αυτές το δίκαιο, που τις διέπει.