Πάνω από 60 κατασκευαστικές εταιρείες, εκ των οποίων και περίπου 20 ξένοι όμιλοι,εγκαλούνται από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, στο πλαίσιο της εκτεταμένης και πολυετούς έρευνας που πραγματοποιήθηκε για τα φαινόμενα νόθευσης διαγωνισμών δημοσίων έργων και κυρίως προσυνεννόησης των εταιρειών, αναφορικά με ζητήματα εκπτώσεων, με αποτέλεσμα τη ζημία του ελληνικού Δημοσίου, όπως μετέδωσε η «Καθημερινή».
Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, οι τεχνικές εταιρείες έχουν αρχίσει ήδη να παραλαμβάνουν τις αντίστοιχες εισηγητικές εκθέσεις της επιτροπής, προκειμένου να προετοιμάσουν τις θέσεις τους, καθώς η ολομέλεια της ανεξάρτητης αρχής έχει προγραμματισθεί να συνεδριάσει επί της εισήγησης και επομένως να ξεκινήσει τότε και η σχετική ακροαματική διαδικασία στις 21 Ιουλίου 2016.
Μάλιστα, δεδομένου του όγκου της εισήγησης που θα πρέπει να επεξεργαστούν τα αντίστοιχα νομικά τμήματα των εταιρειών (μέσος όρος 1.000 σελίδων ανά εταιρεία), έχουν αρχίσει να γίνονται συζητήσεις και επαφές, ώστε να δοθεί παράταση στη σχετική διαδικασία, προκειμένου να υπάρξει επαρκής προετοιμασία. Υπενθυμίζεται ότι η εισήγηση δεν είναι δεσμευτική για την Επιτροπή Ανταγωνισμού.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που εκπλήσσει είναι ο αριθμός των εμπλεκομένων, καθώς επί της ουσίας πρόκειται για το σύνολο σχεδόν των ομίλων που ανέλαβαν κάποιο μεγάλο έργο τις τελευταίες δεκαετίες, συμπεριλαμβανομένων όλων των ξένων ομίλων που ανέπτυξαν παρουσία στην ελληνική κατασκευαστική αγορά.
Εν ολίγοις, η Επιτροπή Ανταγωνισμού θεωρεί υπόλογες τις περισσότερες εταιρείες του κλάδου και δεν εστιάζει τις κατηγορίες της μόνο στους τρεις – τέσσερις μεγάλους κατασκευαστικούς ομίλους που κυριάρχησαν στην εγχώρια αγορά τις τελευταίες δεκαετίες.
Η έφοδος στα γραφεία των κατασκευαστικών εταιρειών έγινε τον Φεβρουάριο του 2013 και κατά τη διάρκεια αυτής κατασχέθηκαν από τους επιθεωρητές της Επιτροπής Ανταγωνισμού έγγραφα, αλληλογραφία, αλλά και σκληροί δίσκοι από τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές.
Ο έλεγχος έγινε στο πλαίσιο αυτεπάγγελτης έρευνας που βρισκόταν σε εξέλιξη, όμως καθοριστικό ρόλο φαίνεται να διαδραμάτισε καταγγελία προς την ανεξάρτητη αρχή, η οποία έγινε από άλλη μεγάλη κατασκευαστική εταιρεία.
Από το 1989 και έπειτα η περίοδος της έρευνας
Η έρευνα αγγίζει την περίοδο από το 1989 και μετά και έχει εντοπίσει, κατά πληροφορίες, ευθύνες ακόμη και πολιτικών προσώπων. Το διακύβευμα ξεκινάει από τις ενδεχόμενες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού επί σειράν ετών και τη ζημία που υπέστη το ελληνικό Δημόσιο από την πιθανή νόθευση των διαγωνισμών έως τους συγχρηματοδοτούμενους από κοινοτικούς πόρους μεγάλους οδικούς άξονες. Σε ό,τι αφορά το τελευταίο δεν είναι λίγοι εκείνοι που φοβούνται το ενδεχόμενο να ζητήσουν οι Βρυξέλλες την επιστροφή χρημάτων στα κοινοτικά ταμεία.
Πέρα από το ενδεχόμενο νόθευσης των διαγωνισμών, η Επιτροπή Ανταγωνισμού φέρεται να διερεύνησε την πρακτική της σκόπιμης υποτιμολόγησης των προσφορών από τις τεχνικές εταιρείες και την αποκόμιση στη συνέχεια πρόσθετου οφέλους μέσω της σύναψης συμπληρωματικών συμβάσεων.
Πάντως, όπως αναφέρουν στην «Κ» στελέχη του κλάδου, το μέγεθος των εμπλεκομένων αναδεικνύει, κατά την άποψή τους, και τη σύγχυση που επικρατεί, καθώς από τη μία πλευρά, η νομοθεσία για τις δημόσιες συμβάσεις υποχρεώνει τις εταιρείες να έρχονται σε επαφή μεταξύ τους, να συνεργάζονται και να συστήνουν κοινοπραξίες, ενώ από την άλλη πλευρά, η νομοθεσία περί ανταγωνισμού ενοχοποιεί αυτές τις συνεργασίες.
Κατά τους ίδιους, προτού αποφασιστεί η σύνθεση μιας κοινοπραξίας, οι εταιρείες συνδιαλέγονται με το σύνολο των ενδιαφερόμενων εταιρειών για έκαστο έργο, συζητώντας μεταξύ άλλων και για ζητήματα όπως η έκπτωση που θα προσφερθεί.
Η υπόθεση των κατασκευαστικών εταιρειών θεωρείται η πλέον «ευαίσθητη» από όσες έχει χειρισθεί έως σήμερα η Επιτροπή Ανταγωνισμού. Μένει, μάλιστα, να δούμε κατά πόσον η κυβέρνηση θα την εκμεταλλευθεί πολιτικά στο πλαίσιο της πολιτικής που ευαγγελίζεται περί καταπολέμησης της διαφθοράς και των συμφερόντων των «μεγαλοεργολάβων».
Ειδικοί, πάντως, επί θεμάτων ανταγωνισμού και με γνώση της υπόθεσης επισημαίνουν ότι υπάρχουν δύο επιλογές: πρώτον, να εφαρμοσθεί η προβλεπόμενη διαδικασία, δηλαδή έκδοση της εισήγησης, απόφαση της ολομέλειας μετά την ακροαματική διαδικασία και επιβολή προστίμων, τα οποία θα καταβληθούν εν μέρει και σταδιακά έπειτα από μια μακρόχρονη διαδικασία εφέσεων.
Η δεύτερη επιλογή είναι να νομοθετήσει η κυβέρνηση τη δυνατότητα διακανονισμού με τις εταιρείες, οι οποίες θα καταβάλουν άμεσα σημαντικό μέρος του προστίμου και θα παραιτηθούν από το δικαίωμα να εφεσιβάλουν την απόφαση. Η πρακτική αυτή εφαρμόστηκε στη Δανία με αφορμή υπόθεση καρτέλ κατασκευαστικών εταιρειών.