Βελτίωση οικονομικών αποτελεσμάτων παρουσίασε το 2023 η AIGLON, η οποία εμπορεύεται τα αυτοκίνητα Citroen, DS, Peugeot και MG.
Επιμέλεια: Φ. Φωτεινός
Ο καθαρός κύκλος εργασιών της εταιρείας ανήλθε στα 543.750.501,54 ευρώ έναντι 368.525.834,43 ευρώ της προηγούμενης χρήσης, παρουσιάζοντας αύξηση της τάξης του 47,5%.
Η θετική μεταβολή, όπως υποστηρίζει η εταιρεία, οφείλεται κατά κύριο λόγο στην διαρκώς αυξανόμενη ζήτηση στην αγορά των καινούργιων αυτοκινήτων, η οποία σε συνδυασμό με τον υψηλό δείκτη ανταγωνιστικότητας των μοντέλων Peugeot – Citroen και το λανσάρισμα στην ελληνική αγορά των μοντέλων της MG κατά το β’ εξάμηνο του έτους, παρείχαν την δυνατότητα στην εταιρεία να ενισχύσει τις πωλήσεις της.
Ως συμπληρωματικοί παράγοντες, οι οποίοι ενέτειναν την αυξητική τάση, μπορούν να αναφερθούν η πλήρης επαναφορά της αγοράς σε συνθήκες προ της πανδημίας covid-19 και η αποκατάσταση της ισορροπίας στην εφοδιαστική αλυσίδα.
Τα μικτά κέρδη αυξήθηκαν σε 73.339.663,39 ευρώ από 49.416.149,21 ευρώ το 2022 και μετά την αφαίρεση των εξόδων διοίκησης, διάθεσης, χρηματοοικονομικών και αποσβέσεων και το συνυπολογισμό των λοιπών εσόδων, εξόδων, κερδών και ζημιών προέκυψαν κέρδη προ φόρων ύψους 27.972.114,33 ευρώ έναντι κερδών 15.427.266,86 ευρώ της προηγούμενης χρήσης.
Περαιτέρω, αν συνυπολογιστεί η αναβαλλόμενη φορολογική υποχρέωση και ο φόρος εισοδήματος της τρέχουσας χρήσης, τότε το καθαρό αποτέλεσμα του 2023 μετά από φόρους διαμορφώνεται σε κέρδη ύψους 20.832.629,92 ευρώ.
Όπως επισημαίνεται, «στόχος της εταιρείας είναι η σταθεροποίηση στα υψηλά επίπεδα αποδοτικότητας και κερδοφορίας.
Οι ενδείξεις απ’ το πρώτο διάστημα του 2024 είναι ενθαρρυντικές, καθώς παρατηρείται σταθεροποίηση στη ζήτηση καινούργιων αυτοκινήτων και περαιτέρω συρρίκνωση των χρόνων καθυστερήσεων που παρατηρήθηκαν την προηγούμενη διετία στους ρυθμούς παραγωγής των εργοστασίων.
Σημαντική παράμετρος, επίσης, αποτελεί και η σε σημαντικό βαθμό αποκατάσταση της ισορροπίας στην εφοδιαστική αλυσίδα, η οποία είχε διαταραχθεί με αφετηρία την περίοδο της έξαρσης της πανδημίας covid-19 και επηρέασε τους χρόνους παράδοσης στους πελάτες».