Στο πλαίσιο του προγράμματος οπτικής παρακολούθησης και συντήρησης των τεσσάρων βάθρων της κύριας γέφυρας, ολοκληρώθηκε η εκστρατεία του 2024 των υποβρύχιων και θαλάσσιων επιθεωρήσεων που ξεκίνησε αμέσως μετά τις ετήσιες εργασίες επιθεώρησης από τους Αλπινιστές.
Συνοπτικά, το αντικείμενο των υποβρύχιων επιθεωρήσεων περιελάμβανε:
1. Επιθεώρηση και τοπικές εργασίες συντήρησης του σκυροδέματος στη «ζώνη διαβροχής», δηλ. από την επιφάνεια της θάλασσας έως και βάθος 5 μέτρων. Πρόκειται για μια περιοχή με τη μεγαλύτερη έκθεση σε χλωριόντα, παράγοντας καθοριστικός για την διάβρωση του οπλισμού και την αποσύνθεση του σκυροδέματος σε συνδυασμό με την παρουσία οξυγόνου, συνθήκες οι οποίες ελήφθησαν υπόψη κατά την φάση σχεδιασμού και κατασκευής του Έργου.
2. Αξιολόγηση της κατάστασης του υποθαλάσσιου τμήματος του συστήματος αντικεραυνικής προστασίας και γείωσης της κύριας γέφυρας.
Οι επιθεωρήσεις πραγματοποιήθηκαν από δύτες με ζωντανή οπτικο-ακουστική σύνδεση με μηχανικό του τμήματος Δομικής Συντήρησης της Γέφυρας που βρισκόταν σε σταθμό εργασίας πάνω στο υποστηρικτικό σκάφος. Για τις επιθεωρήσεις χρησιμοποιήθηκε επίσης Τηλεχειριζόμενο Όχημα (ROV).
Οι υποβρύχιες και θαλάσσιες επιθεωρήσεις είναι από τις πιο απαιτητικές εκστρατείες οπτικής παρακολούθησης και συντήρησης της Γέφυρας λόγω των σημαντικών προκλήσεων που πρέπει να αντιμετωπισθούν, όπως η μεγάλη επιφάνεια του κάθε βάθρου και το συγκεκριμένο περιβάλλον στο στενό του Ρίου – Αντιρρίου (θαλάσσια ρεύματα, κυματισμός, άνεμοι), απαιτώντας λεπτομερή προετοιμασία και ειδικό εξοπλισμό. Η διάρκειά τους ήταν σχεδόν 2 μήνες.
Οι εν λόγω εργασίες εντάσσονται στο γενικότερο πρόγραμμα επιθεωρήσεων της Γέφυρας, το οποίο περιλαμβάνει τον έλεγχο 3.342 δομικών στοιχείων της κατασκευής.
«Είκοσι χρόνια από την έναρξη λειτουργίας της, η Γέφυρα εκτός από εμβληματικό τοπόσημο, αποτελεί πρότυπο τεχνικής και επιχειρησιακής αριστείας για έργα υποδομών, συνδυάζοντας τη διεθνή εμπειρία της VINCI Highways, με την κορυφαία τεχνογνωσία που έχει αναπτύξει η παραχωρησιούχος εταιρεία.
Έτσι εξασφαλίζουμε την συνεχή συνδεσιμότητα του Στενού συμβάλλοντας στην βιώσιμη ανάπτυξη της Δυτ. Ελλάδας και των τοπικών κοινωνιών», καταλήγει σχετική ανακοίνωση.