Tην κατάργηση της εισφοράς 0,60% του N. 128/75 για τις χρηματοδοτήσεις που αποπληρώνονται με προϊόν εξαγωγής φέρνουν και πάλι στο τραπέζι του διαλόγου με την κυβέρνηση οι εξαγωγείς.
Αυτό όμως απ’ ό,τι φαίνεται είναι παρανυχίδα στα προβλήματα που καλούνται να αντιμετωπίσουν από εδώ και στο εξής οι εξαγωγείς, ελληνική κυβέρνηση και εθνική οικονομία στο άμεσο μέλλον από τον διεθνή εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ- Κίνας, την απειλή των ΗΠΑ προς την Ε.Ε. για την επιβολή πρόσθετων δασμών σε σειρά προϊόντων και φυσικά από το επικείμενο Brexit, όπου παραμένει άγνωστο πώς θα γίνει και τι επιπτώσεις θα έχει αυτό στον δημόσιο κορβανά.
Αν και δεν υπάρχουν στοιχεία και εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις, π.χ., του σινοαμερικανικού πολέμου στην εθνική οικονομία, σε παγκόσμιο επίπεδο μέχρι το 2021 αυτό μπορεί να κοστίσει περί τα 600 δισ. δολάρια.
Με την Ευρωζώνη να κινδυνεύει να αποτελέσει τη μεγαλύτερη παράπλευρη απώλεια του εμπορικού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, όπως εκτιμούν ξένοι αναλυτές.
Ήδη τα πρώτα απόνερα από την εμπορική μάχη μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας άρχισαν να αποτυπώνονται στη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία, αυτή της Γερμανίας, βασικού εμπορικού εταίρου της Ελλάδας και εκ των βασικών «πελατών» του εγχώριου τουριστικού προϊόντος.
Η βιομηχανική παραγωγή της Γερμανίας σημείωσε τον Ιούνιο τη μεγαλύτερη ετήσια πτώση της μέσα στην τελευταία δεκαετία, με τα στοιχεία να δείχνουν ότι και οι εξαγωγές της μειώνονται.
Τα νέα δεδομένα
Η νέα εμπορική πολιτική των ΗΠΑ, ο κρατικός παρεμβατισμός της Κίνας και ο ανερχόμενος επενδυτικός ανταγωνισμός από την Αφρική, δημιουργούν ασύμμετρες ανταγωνιστικές πιέσεις, σημειώνει ο ΣΕΒ.
Αρκεί μόνο να αναφέρουμε πως οι ελληνικές εξαγωγές αποτελούν μόλις το 0,18% του παγκόσμιου εμπορίου.
Την ίδια στιγμή, οι ελληνικές εξαγωγές, αν και αυξάνονται χρόνο με τον χρόνο, ο ρυθμός ανόδου τους υπολείπεται σημαντικά από τα «κέρδη» που έχουν αποκομίσει άλλα κράτη, όπως π.χ. Πορτογαλία, που βρέθηκε στην ίδια κατάσταση με την Ελλάδα.
Σήμερα, οι εξαγωγές ως ποσοστό επί του ΑΕΠ κινούνται χαμηλά, είναι γύρω στο 18,1% και εκτιμάται ότι θα πιάσουν το 20% εφέτος, όπως έχουν επισημάνει κατ’ εξακολούθηση οι εξαγωγικοί φορείς.
Με το μεγαλύτερο πρόβλημα να παραμένει διεύρυνση των εισαγωγών και κατ’ επέκταση του εμπορικού ελλείμματος.
Σε αυτό στάθηκε και Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις καλοκαιρινές της εκτιμήσεις. Η πρόβλεψη για εφέτος είναι χαμηλότερη από αυτή των εαρινών εκτιμήσεων που ανακοινώθηκαν πριν από περίπου λίγους μήνες, όπου αναμενόταν 2,2% άνοδος του ΑΕΠ φέτος.
Ο λόγος, στάση κρατικών πληρωμών, αλλά και εξωτερικός τομέας της χώρας. Δηλαδή το έλλειμμα στο εξωτερικό ισοζύγιο λόγω των αδύναμων εξαγωγών εν συγκρίσει με τις εισαγωγές που μεγεθύνονται.
Διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος
Για του λόγου το αληθές, το πρώτο εξάμηνο του έτους το εμπορικό έλλειμμα διευρύνθηκε κατά 8,8%, στα -10,95 δισ. ευρώ από -10,07 δισ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2018 και, χωρίς τα πετρελαιοειδή, διογκώθηκε κατά 10,6%.
Τον Ιούνιο οι ελληνικές εξαγωγές συμπεριλαμβανομένων των πετρελαιοειδών σημείωσαν μείωση 9%, λόγω και της επιβράδυνσης της παγκόσμιας και κυρίως της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών και των πλοίων, η αξία των εξαγωγών τον Ιούνιο εμφάνισε μείωση 6%.
Oι ελληνικές εξαγωγές αποτελούν μόλις το 0,18% του παγκόσμιου εμπορίου
Με τις εισαγωγές, εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών, να έχουν σημειώσει ελαφρότερη πτώση 6%. επίπεδο εξαμήνου, οι ελληνικές εξαγωγές ανήλθαν στα 16,83 δισ. ευρώ από 16,46 δισ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα έναν χρόνο πριν, ενώ χωρίς τα πετρελαιοειδή αυξήθηκαν στα 11,54 δισ. ευρώ από 11,12 δισ. ευρώ, δηλαδή κατά 418,3 εκατ. ευρώ κατά 3,8%.
Σε επίπεδο εισαγωγών, αυτές το εξάμηνο αυξήθηκαν 4,7%, με τη συνολική τους αξία να διαμορφώνεται στα 27,78 δισ. ευρώ, ενώ εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών, αυξήθηκαν 6,6%.
Τα εμπόδια
Πέρα από τα διεθνή προβλήματα που επηρεάζουν τις ελληνικές εξαγωγές και κατ’ επέκταση την ελληνική οικονομία, υπάρχει και σειρά εσωτερικών θεμάτων που ζητούν επίλυση.
Παρά τη σημαντική μείωση του κόστους εργασίας κατά την τελευταία δεκαετία, η βελτίωση των εξαγωγικών επιδόσεων της χώρας δεν ήταν αναμενόμενη, καθώς παραγωγικότητα ανά εργαζόμενο μειώθηκε σημαντικά σε απόλυτους αριθμούς, αλλά και σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Παράλληλα, οι ελληνικές εξαγωγές παραμένουν σχετικά μειωμένου τεχνολογικού περιεχομένου και χαμηλής προστιθέμενης αξίας, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να υστερεί ως προς τη συμμετοχή της στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας.
Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στα χαμηλά επίπεδα επενδύσεων σε Έρευνα & Ανάπτυξη (R&D), αλλά και στις περιορισμένες άμεσες ξένες επενδύσεις που θα συνέβαλαν καθοριστικά στον εκσυγχρονισμό του παραγωγικού εξοπλισμού και στη μεταφορά τεχνολογίας και τεχνογνωσίας.
Τα εμπόδια αυτά μπορούν να ποσοτικοποιηθούν σε ένα ισοδύναμο κόστος, που αντιστοιχεί στις χρονικές καθυστερήσεις, από τη στιγμή που ένα προϊόν είναι έτοιμο έως ότου αυτό εξέλθει από τα τελωνεία, σε αριθμό ημερών.
Παρότι η Ελλάδα έχει σημειώσει αξιόλογη πρόοδο όσον αφορά την ταχύτητα με την οποία τα εγχώρια προϊόντα διοχετεύονται προς τις διεθνείς αγορές, βελτιώνοντας τις επιδόσεις της από 20 σε 15 ημέρες μεταξύ 2005 και 2014, υπάρχουν σημαντικά περιθώρια περαιτέρω βελτίωσης, όπως σημειώνουν σχετικές έρευνες.
Εκτιμάται ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, που θα επέτρεπαν στην Ελλάδα να φτάσει το μέσο επίπεδο Ε.Ε. /ΟΟΣΑ ως προς τις ημέρες εξαγωγών, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αύξηση των εξαγωγών κατά 33%, που θα ισοδυναμούσε σε ενίσχυση του ΑΕΠ κατά 3%-5%.
Αλεξάνδρα Γκίτση,
«Κεφάλαιο»