Η Γερμανία αποφάσισε να υποστηρίξει πλήρως την πρόταση της Γαλλίας για θεμελιώδη αλλαγή της ευρωπαϊκής αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας και όλα δείχνουν πως σύντομα θα περιοριστεί μία από τις βασικότερες εξουσίες που είχαν παραχωρήσει τα κράτη–μέλη της Ε.Ε. στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Η σημαντικότερη αλλαγή που προτείνουν Παρίσι και Βερολίνο είναι τα κράτη–μέλη να αποκτήσουν το δικαίωμα να ανατρέπουν αποφάσεις της Κομισιόν για συγχωνεύσεις εταιρειών.
Την Τρίτη, η Γερμανίδα καγκελάριος Αγκελα Μέρκελ δήλωσε πως η ισχύουσα ευρωπαϊκή νομοθεσία ενισχύει τον προβληματισμό «για το κατά πόσον μπορούμε πραγματικά να δημιουργήσουμε παγκόσμιους παίκτες» και ζήτησε να διεξαχθεί σχετική συζήτηση στο συμβούλιο κορυφής του Μαρτίου.
Λίγη ώρα αργότερα, ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Μπρινό Λε Μερ και ο Γερμανός υπουργός Οικονομίας Πέτερ Αλτμάιερ παρουσίαζαν, την Τρίτη, στο Βερολίνο μανιφέστο που περιλαμβάνει τις βασικές προτάσεις των δύο ισχυρότερων κρατών–μελών της Ενωσης για τη χάραξη μιας νέας βιομηχανικής πολιτικής σχεδιασμένης, έτσι ώστε να προωθεί και να προστατεύει αποτελεσματικότερα «ευρωπαϊκούς πρωταθλητές».
Στο μανιφέστο, Γαλλία και Γερμανία προτείνουν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στο οποίο συμμετέχουν οι ηγέτες των κρατών–μελών της Ε.Ε., να έχει την εξουσία, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, να «ανατρέπει τελικά αποφάσεις της Κομισιόν».
Η κ. Μέρκελ τόνισε την Τρίτη πως έχει συζητήσει συχνά με άλλους Ευρωπαίους ηγέτες «αν εμείς στην Ευρώπη είμαστε πράγματι έτοιμοι να επιτρέψουμε τη δημιουργία εταιρειών που μπορούν να διαδραματίσουν παγκόσμιο ρόλο ή αν η νομοθεσία μας περί ανταγωνισμού δεν είναι σε αυτή την περίπτωση αρκούντως έτοιμη για την παγκόσμια κατάσταση».
Στο μανιφέστο, έκτασης πέντε σελίδων, τονίζεται πως «η επιλογή είναι απλή όσον αφορά τη βιομηχανική πολιτική: ενώνουμε τις δυνάμεις μας ή επιτρέπουμε τη σταδιακή εξαφάνιση της βιομηχανικής βάσης μας και παραγωγικής ικανότητας».
Ανησυχία για Κίνα
Την ιδέα, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να ανατρέπει αποφάσεις της Κομισιόν σχετικές με συγχωνεύσεις ή εξαγορές εταιρειών, είχε διατυπώσει για πρώτη φορά ο Λε Μερ την περασμένη εβδομάδα και εφόσον εγκριθεί θα αποτελέσει τη σημαντικότερη αλλαγή των ευρωπαϊκών κανόνων περί συγχωνεύσεων τα τελευταία τριάντα χρόνια.
Σε μια εποχή που ενισχύεται παγκοσμίως ο οικονομικός προστατευτισμός, Παρίσι και Βερολίνο ανησυχούν για την απειλή που αποτελεί για την ευρωπαϊκή βιομηχανία η άνοδος της Κίνας και θεωρούν πως πρέπει να προστατευτεί αποτελεσματικότερα η ευρωπαϊκή βιομηχανία και τεχνολογία έναντι των ασιατικών ανταγωνιστών.
Φυσικά, υπάρχουν και αρκετοί που κατηγορούν Παρίσι και Βερολίνο πως ο περιορισμός του ανταγωνισμού δεν πρόκειται να ωφελήσει μακροπρόθεσμα την ευρωπαϊκή οικονομία, ούτε την ανταγωνιστικότητα ή την καινοτομία.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Ιζαμπελ Σνάμπελ, μέλους του πενταμελούς συμβουλίου ανεξάρτητων οικονομικών εμπειρογνωμόνων, που συμβουλεύει τη γερμανική κυβέρνηση.
Σε χθεσινή ανάρτησή του στο Twitter, o υπουργός Οικονομίας της Γερμανίας Πέτερ Αλτμάιερ απαντούσε σε έτερο οικονομολόγο που τον κατηγορούσε πως αποδυναμώνει τη διαδικασία ελέγχου συγχωνεύσεων και πως η Ευρώπη δεν έχει ανάγκη από το δικαίωμα άσκησης έφεσης στο Συμβούλιο, αλλά από μία πραγματικά ανεξάρτητη γενική διεύθυνση ανταγωνισμού της Κομισιόν.
«Πάντοτε είμαι υπέρ του ανταγωνισμού και της καινοτομίας. Αλλά πώς να προστατευτεί κανείς, έναντι της σοβαρής στρέβλωσης από άλλους σε παγκόσμια κλίμακα; Πώς να απαντήσεις, όταν παγκόσμιοι πρωταθλητές αλλού ηγούνται στην καινοτομία και διαταράσσουν (τις αγορές);».
«Μέσω της δημιουργίας περιβάλλοντος φιλικού προς την καινοτομία και μέσω της ενίσχυσης του ανταγωνισμού, όχι μέσω της δημιουργίας αποκαλούμενων πρωταθλητών και μέσω της αποδυνάμωσης της διαδικασίας ελέγχου συγχωνεύσεων», ήταν η απάντηση της Σνάμπελ προς τον Γερμανό υπουργό Οικονομίας.
Η πρόσφατη απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να εμποδίσει τη συγχώνευση των σιδηροδρομικών μονάδων των Alstom-Siemens φαίνεται πως αποτέλεσε για Γαλλία και Γερμανία τη σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει.
Οι δύο χώρες υποστήριξαν πως η συγχώνευση θα επέτρεπε στις δύο εταιρείες να ανταγωνιστούν επάξια την κινεζική κρατική εταιρεία σιδηροδρόμων CRRC.
Ωστόσο, η Κομισιόν αμφισβήτησε κατά πόσον αποτελεί όντως απειλή η κινεζική εταιρεία, η οποία, σύμφωνα με πληροφορίες του Bloomberg, έχει ετήσιες πωλήσεις ύψους 30 δισ. δολαρίων, έναντι 15 δισ. δολαρίων που έχουν συνδυαστικά οι Alstom-Siemens.
Ομως στη διεθνή αγορά η CRRC έχει πωλήσεις ύψους μόλις 3 δισ. δολαρίων, ενώ τα υπόλοιπα 27 δισ. προέρχονται από την κινεζική αγορά, όπου φυσικά είναι έντονος ο οικονομικός προστατευτισμός.
Η Κομισιόν είχε απαντήσει σε όσους την επικρίνουν πως εμποδίζει τις ευρωπαϊκές εταιρείες να διαδραματίσουν παγκόσμιο ρόλο, ότι τα τελευταία 30 χρόνια έχει απορρίψει μόλις 30 υποθέσεις συγχωνεύσεων.
Ομως, όλο και πιο συχνά η Κομισιόν βάζει στο στόχαστρό της γερμανικές και γαλλικές εταιρείες, γεγονός που έχει ενοχλήσει Μέρκελ και Μακρόν που θέλουν ευρωπαϊκές εταιρείες να ηγούνται σε κλάδους από τις τηλεπικοινωνίες και την τεχνολογία μέχρι τις μεταφορές και την αεροδιαστημική.
Αναδημοσίευση από την «Καθημερινή»