Με αφορμή τις ευρωεκλογές τίθεται ένα εύλογο ερώτημα: Τι κερδίζει η Ελλάδα από την ΕΕ και πώς μπορεί να διεκδικήσει περισσότερα για την απασχόληση και τη βιομηχανία της; Η ΕΕ διαχειρίζεται τις εμπορικές σχέσεις με τρίτες χώρες.
Οι εξαγωγές της ΕΕ στηρίζουν 36 εκατ. δουλειές (εκ των οποίων 456.000 στην Ελλάδα), ενώ οι δουλειές που αφορούν τις εξαγωγές αμείβονται 12% περισσότερο.
Καθώς καμία οικονομία δεν είναι αρκετά μεγάλη, ώστε αυτόνομα να διεκδικήσει εμπορικά προνόμια, οι συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου της ΕΕ θωρακίζουν την ελληνική βιομηχανία, απέναντι σε αθέμιτες πρακτικές, διοικητικά και δασμολογικά εμπόδια.
Η νέα εμπορική πολιτική των ΗΠΑ, ο κρατικός παρεμβατισμός της Κίνας και ο ανερχόμενος επενδυτικός ανταγωνισμός από την Αφρική δημιουργούν όμως ασύμμετρες πιέσεις. Οι λαϊκίστικες προσεγγίσεις ενάντια στην ανάπτυξη διεθνών εμπορικών σχέσεων έγιναν δημοφιλείς στην κρίση.
Ετσι, την περίοδο 2009 – 2016 προστέθηκαν περίπου 7.000 ρυθμίσεις προστατευτισμού και συνολικοί δασμοί €400 δισ.
Δυστυχώς, ο προστατευτισμός παραμένει λανθασμένη λύση στην απουσία βούλησης για ταχύτερη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και της ανταγωνιστικότητας της (κάθε) χώρας.
Επιπλέον, πρόβλημα εντοπίζεται σε ένα ενδεχόμενο άτακτο Brexit. Για τις ελληνικές εξαγωγές (περίπου €1 δισ. τον χρόνο), οι έμμεσες επιπτώσεις δεν θα είναι αμελητέες.
Σε περιβάλλον έντονων εμπορικών ανατροπών, οι 30 εμπορικές συμφωνίες που υπέγραψε η ΕΕ συνεισφέρουν καθοριστικά στις ελληνικές εξαγωγές.
Την περίοδο 2000 – 2017 οι συμφωνίες έφεραν €4,3 δισ. περισσότερες ελληνικές εξαγωγές. Την ίδια περίοδο, το 24% των εξαγωγών έχει κατευθυνθεί προς αυτές τις χώρες (έναντι 11% των λοιπών ευρωπαϊκών εξαγωγών). Πλέον, το 47% κατευθύνεται προς αυτές τις χώρες.
Ωστόσο, το εμπορικό ισοζύγιο με τις χώρες αυτές είναι θετικό κατά €163 εκατ., όταν το συνολικό εμπορικό ισοζύγιο της Ελλάδας παραμένει αρνητικό για δεκαετίες.
Το σημαντικότερο, μακρινές χώρες πλέον αποδεικνύονται «χρυσάφι», όπως ο Παναμάς, η Ονδούρα, η Χιλή, το Μεξικό, η Νικαράγουα, με υπερδιπλασιασμό των εξαγωγών.
Σήμερα, η ΕΕ διαπραγματεύεται 15 νέες εμπορικές συμφωνίες. Εχοντας ανάγκη ακόμα καλύτερων εξαγωγικών επιδόσεων, η Ελλάδα καλείται να έχει ιδιαίτερο ενεργή συμμετοχή στις διαπραγματεύσεις με τεκμηριωμένες θέσεις.
Με συντηρητικές εκτιμήσεις, οι νέες εμπορικές συμφωνίες θα δημιουργήσουν 2% περισσότερο ελληνικό ΑΕΠ, λόγω εξαγωγών.
Σε επίπεδο ΕΕ, αυτό ισοδυναμεί με προσθήκη μιας νέας χώρας, μεγέθους Αυστρίας ή Δανίας στην Ενωση.
Η συμμετοχή με ευνοϊκούς όρους των ελληνικών εξαγωγών στις διεθνείς εμπορικές συμφωνίες προϋποθέτει:
-Εστίαση στην άρση μη δασμολογικών φραγμών και γραφειοκρατίας παράλληλα με άρση δασμών,
-Μείωση του country-risk για να εξορθολογιστούν ταχύτερα οι όροι ασφάλισης και εξαγωγικών πιστώσεων,
-Ενίσχυση εξαγωγικών επιχειρήσεων για την αντιστάθμιση ή/ και έλλειψη αποτελεσματικών δικτύων διανομής, ή όπου το κόστος διανομής είναι υψηλό,
-Βελτίωση της εικόνας των ελληνικών προϊόντων. Έχοντας μεγάλο αριθμό ΠΟΠ, η ενεργή συμμετοχή από την αρχή των διαπραγματεύσεων μπορεί να προστατεύσει επαρκώς τα εμπορικά συμφέροντα των ελληνικών επιχειρήσεων.
Συνεπώς, η Ελλάδα πρέπει να ασκήσει πίεση για επικαιροποίηση παλαιότερων συμφωνιών, ώστε να συμπεριληφθούν επιπλέον προϊόντα ΠΟΠ.
δρ Γιώργος Ξηρογιάννης,
διευθυντής Βιομηχανίας, Ανάπτυξης, Δικτύων και Περιφερειακής Πολιτικής ΣΕΒ, αναδημοσίευση από το “Βήμα”