Την περίοδο αυτή έχουν την «τιμητική» τους: Εκρηκτική άνοδος του ηλεκτρονικού εμπορίου στην Ελλάδα, διεθνή επενδυτικά κεφάλαια αποκτούν μετοχικό ποσοστό σε ιστοσελίδα ηλεκτρονικού εμπορίου, μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ προχωρούν σε στρατηγικές συνεργασίες με εταιρείες ταχυμεταφορών είναι μερικές από τις ειδήσεις που έχουν κυριαρχήσει τις τελευταίες ημέρες.
Κι όμως, η διείσδυση του ηλεκτρονικού εμπορίου στην ελληνική αγορά εκτιμάται ότι είναι ακόμα στα επίπεδα του 5% – 7%, δηλαδή αρκετά χαμηλότερα σε σχέση με τη Δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ, όπου στις πιο προηγμένες χώρες, όπως η Αγγλία ξεπερνά το 20%.
Αυτό σημαίνει ότι, για πολλά χρόνια ακόμα, το ηλεκτρονικό εμπόριο στην Ελλάδα θα αυξάνεται, με διψήφιο ποσοστό ανάπτυξης ετησίως, για αυτό και εκτιμάται ότι θα αυξάνονται αντίστοιχα και οι αποστολές, επηρεάζοντας ανάλογα και την αγορά ταχυμεταφορών.
Εδώ προκύπτουν τα ακόλουθα ερωτήματα: Είναι έτοιμες οι εταιρείες λιανεμπορίου για την «εκτόξευση» του ηλεκτρονικού εμπορίου; Αντίστοιχα, είναι έτοιμες οι εταιρείες ταχυμεταφορών;
Οι τελευταίες δέχτηκαν αρκετή κριτική για καθυστερήσεις στις παραδόσεις και έλλειμμα επικοινωνίας με τους παραλήπτες, ωστόσο σημαντικές είναι οι ευθύνες των εταιρειών λιανεμπορίου και όχι μόνο, οι οποίες, είτε δεν είχαν το απαραίτητο απόθεμα, είτε παρείχαν πλημμελή ενημέρωση στους καταναλωτές, δεχόμενες παραγγελίες που γνώριζαν εκ των προτέρων ότι θα… καθυστερήσουν.
Τα μεγέθη της αγοράς ταχυμεταφορών
Σύμφωνα με τα τελευταία επίσημα στοιχεία της ΕΕΤΤ, το 2018 οι επιχειρήσεις με Γενική Άδεια (ταχυμεταφορείς) παρουσίασαν 360,27 εκατ. ευρώ έσοδα, αυξημένα κατά 7,2% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, έχοντας διακινήσει 76,62 εκατ. ταχυδρομικά αντικείμενα, δηλαδή 8,5% περισσότερα σε σύγκριση με το 2017.
Όπως και το 2017, παρά το γεγονός ότι στην αγορά ταχυμεταφορών δραστηριοποιούνταν πολλές επιχειρήσεις, ο μεγαλύτερος όγκος των ταχυδρομικών αντικειμένων διακινήθηκε από μόλις έξι επιχειρήσεις, οι οποίες απέφεραν αντίστοιχα το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων της αγοράς.
Το εξεταζόμενο έτος, οι έξι μεγαλύτερες επιχειρήσεις διακίνησαν το 82,5% των ταχυδρομικών αντικειμένων, καταλαμβάνοντας μερίδιο 84,4% των εσόδων της αγοράς ταχυμεταφορών.
Ο ανταγωνισμός ήταν εντονότερος στις περιοχές της Αττικής και της Μακεδονίας, απ’ όπου διακινήθηκε περίπου το 80% των ταχυδρομικών αντικειμένων προς το εσωτερικό και το εξωτερικό.