Σε αξιοσημείωτο βαθμό δοκιμάστηκαν οι σχέσεις μεταξύ ελληνικού δημοσίου και Cosco για τη μεταβίβαση του επιπλέον 16% του ΟΛΠ και τη μετάθεση του χρονοδιαγράμματος υλοποίησης των υποχρεωτικών επενδύσεων.
Από το 2016, στην Cosco ανήκει το 51% του Οργανισμού, για το οποίο κατέβαλε 293,7 εκατ. ευρώ.
Για την απόκτηση του υπολειπόμενου 16%, η εταιρεία έχει καταθέσει σε λογαριασμό μεσεγγύησης 88 εκατ. ευρώ.
Η μεταβίβαση του ποσοστού αυτού σχετίζεται με την υποχρέωση υλοποίησης των δεσμευτικών επενδύσεων του master plan του ΟΛΠ, οι οποίες, σύμφωνα με το αρχικό χρονοδιάγραμμα, έπρεπε να έχουν ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του 2021, κάτι το οποίο, όπως αποδείχτηκε, κατέστη ανέφικτο.
Από την πλευρά της, η Cosco υποστηρίζει ότι οι καθυστερήσεις οφείλονται σε εξωγενείς παράγοντες (προσφυγές στο ΣτΕ, καθυστερήσεις στην έγκριση αδειών, κ.α.) και όχι σε δική της υπαιτιότητα και μάλιστα, σε επιστολές της είχε αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο προσφυγής στη Διαιτησία.
Τελικά, ύστερα από σημαντικό διάστημα διαπραγματεύσεων, ελληνικό δημόσιο και Cosco βρήκαν τη «χρυσή τομή», καθώς η Cosco θα έχει στη διάθεσή της μια επιπλέον πενταετία για να ολοκληρώσει τα υποχρεωτικά έργα, καταθέτοντας νέα εγγυητική επιστολή (η νέα συμφωνία πρέπει να «περάσει» από το Ελεγκτικό Συνέδριο και να ψηφιστεί από τη Βουλή).
Για την εξέλιξη και κατάληξη των διαπραγματεύσεων, ρωτήσαμε στελέχη της ναυτιλιακής αγοράς, τα οποία μας επισήμαναν τα ακόλουθα:
-Η Διαιτησία είναι το έσχατο μέσο, και για τις δυο πλευρές ήταν καλό να αποφευχθεί. Το ελληνικό δημόσιο, όπως φαίνεται, κινδύνευε με καταβολή αποζημιώσεων, η δε Cosco με «αποξένωση» από την κοινή γνώμη.
-Οι καθυστερήσεις στις επενδύσεις δεν εξυπηρετούν κανέναν. Ούτε το δημόσιο, ούτε την Cosco. Μάλιστα, η καθυστέρηση των υποχρεωτικών επενδύσεων «συμπαρασύρει» και τις προαιρετικές, κάποιες από τις οποίες είναι «πολύ σημαντικές» για την Cosco, όπως το νέο logistics center.
-Η επένδυση που έχει «χτυπηθεί» περισσότερο από προσφυγές είναι η επέκταση του σταθμού κρουαζιέρας.
-Όταν ολοκληρωθεί η τροποποίηση της σύμβασης παραχώρησης του ΟΛΠ, θα επανέλθει το αίτημα για την κατασκευή του προβλήτα 4.
Σύμφωνα με την σύμβαση παραχώρησης του ΟΛΠ, οι υποχρεωτικές επενδύσεις της εταιρείας ανέρχονται σε, κόστος αναφοράς, ποσού 293,8 εκατ. και οι επιπρόσθετες οικιοθελείς επενδύσεις ανέρχονται σε, κόστος αναφοράς, 167,0 εκατ.
Έως το τέλος του 2020, το σωρευτικό συμβασιοποιημένο ποσό των ως άνω επενδύσεων, όπως υποστηρίζει ο ΟΛΠ, ανερχόταν σε 211,6 εκατ. ή 87,4% του κόστους αναφοράς.
Σωρευτικά (από έναρξης υλοποίησης εκάστου έργου) έως την 31η Δεκεμβρίου 2020 ολοκληρώθηκαν επενδύσεις, συμβατικού αντικειμένου 83,0 εκατ. που αφορούν ολοκληρωμένα έργα ποσού 59,3 εκατ., έργα υπό εκτέλεση ποσού 18,6 εκατ., καθώς και προκαταβολές ποσού 5,1 εκατ.