Μια στις επτά ευρωπαϊκές εταιρείες με Βρετανούς προμηθευτές έχει μεταφέρει μέρος ή το σύνολο των δραστηριοτήτων τους εκτός Βρετανίας, σύμφωνα με το Chartered Institute of Procurement and Supply (CIPS), που πρόσθεσε ότι οι τιμές έχουν αυξηθεί από το δημοψήφισμα για το Brexit και είναι πιθανό να συνεχίσουν να αυξάνονται.
Καθώς η Βρετανία και η ΕΕ των 27 συμφώνησαν για μια μεταβατική συμφωνία ώστε να διατηρηθούν αμετάβλητες οι εμπορικές σχέσεις με την Ευρώπη ως τα τέλη του 2020, η έρευνα της CIPS κατέδειξε ότι πάνω από 2.000 διευθυντές εφοδιαστικής αλυσίδας εξέφρασαν την άποψη ότι οι εμπορικοί δεσμοί Βρετανίας-ΕΕ έχουν ήδη διαταραχθεί.
Εκτός από την απόφαση των ευρωπαϊκών εταιρειών να μετεγκαταστήσουν την εφοδιαστικής τους αλυσίδα, το 1/3 των Βρετανών προμηθευτών διαπιστώθηκε ότι αύξησαν τις τιμές λόγω της αδύναμης στερλίνας.
Ένα ποσοστό του 41% σχεδιάζει να αυξήσει τις τιμές στο μέλλον, για να αντισταθμίσει τον αντίκτυπο του Brexit, όπως οι διαφορετικοί κανονισμοί και το διασυνοριακό κόστος.
Επίσης, διαπιστώνεται μια ολοένα και πιο αρνητική στάση απέναντι στους προμηθευτές του Ην. Βασιλείου από τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, σύμφωνα με την έρευνα, με το 42% των εταιρειών της «ΕΕ-27» να δηλώνουν ότι δεν πιστεύουν ότι τα βρετανικά προϊόντα ξεχωρίζουν.
Όπως σχολιάζει ο John Glen, οικονομολόγος της CIPS, «Οι επιχειρήσεις έχουν λίγες επιλογές, όπως η μεταφορά ενός μέρους του αυξανόμενου κόστους τους στους καταναλωτές προκειμένου να προστατεύσουν τα περιθώρια κέρδους τους και να παραμείνουν υγιείς».
Προσθέτει ακόμη ότι «ένα σκληρό Brexit είναι σήμερα το μοναδικό σενάριο για το οποίο οι επιχειρήσεις μπορούν να προετοιμαστούν επαρκώς λόγω της συνεχιζόμενης έλλειψης σαφήνειας γύρω από το μελλοντικό εμπορικό περιβάλλον».
Σημειωτέον, σε έκθεση του Ινστιτούτου Φορολογικών Μελετών (Institute for Fiscal Studies) αναφέρεται ότι ναι μεν η εγκατάλειψη της τελωνειακής ένωσης θα επιτρέψει στη Βρετανία να μειώσει τα τιμολόγια άρα και τις τιμές των προϊόντων, ωστόσο «τα κέρδη από μια τέτοια ενέργεια θα είναι μικρά».