Το συνολικό μέγεθος της αγοράς των φαρμακαποθηκών, παρά την αύξηση που σημείωσε κατά 13,0% το 2020 σε σχέση με το 2017, παραμένει σημαντικά μειωμένο κατά 27,1% το 2020 σε σχέση με το 2010, γεγονός που οφείλεται στη μεγάλη μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας στο πλαίσιο της δημοσιονομικής προσαρμογής.
Η γενική αυτή διαπίστωση προκύπτει από την πρόσφατη κλαδική μελέτη «Φαρμακαποθήκες», που εκπόνησε η ΣΤΟΧΑΣΙΣ Σύμβουλοι Επιχειρήσεων ΑΕ (www.stochasis.com), στο πλαίσιο της σειράς μελετών αγοράς που φέρουν τη διακριτική ονομασία «Κλαδικές Στοχεύσεις».
Σύμφωνα με τον Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο της ΣΤΟΧΑΣΙΣ κ. Βασίλη Ρεγκούζα, το συνολικό μέγεθος της αγοράς φαρμακαποθηκών (ιδιωτικές εταιρείες και συνεταιρισμοί φαρμακοποιών) υπολογίζεται σε €3.390 εκατ. το 2020, παρουσιάζοντας αύξηση 4,3% σε σχέση με το 2019, ενώ ο Μέσος Ετήσιος Ρυθμός Μεταβολής (ΜΕΡΜ) διαμορφώθηκε σε -3,1%, τη χρονική περίοδο 2011-2020.
Όσον αφορά στο 2021, εκτιμάται ότι η συνολική αγορά φαρμακαποθηκών (ιδιωτικές εταιρείες και συνεταιρισμοί φαρμακοποιών) παρουσίασε αύξηση της τάξης του 3,0% σε σχέση με το 2020.
Ειδικότερα, η αγορά των ιδιωτικών φαρμακαποθηκών παρουσίασε αύξηση 5,2% το 2020 σε σχέση με το 2019 και ΜΕΡΜ -2,7% τη χρονική περίοδο 2011-2020, ενώ η αγορά των συνεταιρισμών φαρμακοποιών παρουσίασε αύξηση 3,0% το 2020 σε σχέση με το 2019 και ΜΕΡΜ -3,7% την ίδια χρονική περίοδο.
Σημειώνεται ότι οι ιδιωτικές εταιρείες φαρμακαποθηκών εκτιμάται ότι κάλυψαν το 60% της συνολικής αγοράς το 2020 σε αξία, ενώ το υπόλοιπο 40% αφορά στους συνεταιρισμούς φαρμακοποιών.
Όσον αφορά στη χρηματοοικονομική ανάλυση των επιχειρήσεων του κλάδου, σύμφωνα με την υπεύθυνη των κλαδικών μελετών κυρία Κατερίνα Ματσούκα, η κεφαλαιακή διάρθρωση των ιδιωτικών φαρμακαποθηκών παρουσιάζει μικρές αυξομειώσεις την περίοδο 2013-2020, ενώ διαμορφώνεται σε καλύτερα επίπεδα στους συνεταιρισμούς έναντι των ιδιωτικών φαρμακαποθηκών, σε όλη την εξεταζόμενη χρονική περίοδο.
Σημειώνεται σχετική σταθερότητα του δείκτη χρηματοοικονομικής μόχλευσης, τόσο για τις ιδιωτικές φαρμακαποθήκες όσο και για τους συνεταιρισμούς την περίοδο 2015-2020, αλλά με τον εν λόγω δείκτη να διαμορφώνεται σε υψηλότερα επίπεδα στις ιδιωτικές φαρμακαποθήκες έναντι των συνεταιρισμών τη χρονική περίοδο 2010-2020.
Επίσης, οι τιμές του δείκτη κάλυψης χρηματοοικονομικών δαπανών των συνεταιρισμών δείχνουν ότι δεν είναι «ευπρόσβλητοι» σε πιθανές μεταβολές του οικονομικού περιβάλλοντος. Όσον αφορά στις ιδιωτικές φαρμακαποθήκες, οι τιμές του εν λόγω δείκτη παρουσιάζουν βελτίωση τη διετία 2019-2020 και ιδιαίτερα το 2020.
Ο βαθμός ικανότητας στη χρησιμοποίηση των συνολικών απασχολουμένων κεφαλαίων των ιδιωτικών φαρμακαποθηκών, όσο και η αποτελεσματικότητα της χρησιμοποίησης των ιδίων κεφαλαίων τους βελτιώθηκαν το 2020 σε σχέση με το 2019, όπως αυτό «αποτυπώνεται» στους χρηματοοικονομικούς δείκτες αποδοτικότητας ιδίων και απασχολουμένων κεφαλαίων (2020: Αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων: 11,83% – Αποδοτικότητα απασχολουμένων κεφαλαίων: 4,52% – 2019: Αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων: 6,15% – Αποδοτικότητα απασχολουμένων κεφαλαίων: 3,29%).
Αντίθετα, στους συνεταιρισμούς οι εν λόγω χρηματοοικονομικοί δείκτες παρουσιάζονται «ελαφρώς» μειωμένοι τo 2020 (Αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων: 5,30% – Αποδοτικότητα απασχολουμένων κεφαλαίων: 2,46%) σε σχέση με το 2019 (Αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων: 5,78% – Αποδοτικότητα απασχολουμένων κεφαλαίων: 2,67%).
Οι προσπάθειες τόσο από τις ιδιωτικές φαρμακαποθήκες όσο και από τους συνεταιρισμούς, όπως φαίνεται, επικεντρώνονται στη διατήρηση λειτουργικής κερδοφορίας, γεγονός που οφείλεται σε ένα βαθμό στο καθορισμένο περιθώριο μικτού κέρδους στα φάρμακα.
Σημειώνεται το θετικό πρόσημο του περιθωρίου καθαρού κέρδους, έστω και οριακά, τόσο για τις ιδιωτικές φαρμακαποθήκες όσο και για τους συνεταιρισμούς σε όλη την εξεταζόμενη χρονική περίοδο.
Τέλος, 2 στις 10 μεγαλύτερες ιδιωτικές φαρμακαποθήκες συνδυάζει EBITDA (%) και συνολική δανειακή επιβάρυνση (%), σε επίπεδα καλύτερα από το μέσο όρο του συνόλου των εξεταζόμενων επιχειρήσεων, για το 2020, ενώ 3 στους 10 μεγαλύτερους συνεταιρισμούς φαρμακοποιών, συνδυάζουν EBITDA (%) και συνολική δανειακή επιβάρυνση (%), σε επίπεδα καλύτερα από το μέσο όρο του συνόλου των εξεταζόμενων συνεταιρισμών, το ίδιο έτος.