Αλλάζει η νομοθεσία για τα υφιστάμενα Κέντρα Αποθήκευσης και Διανομής και όχι μόνο, καθώς στο πολυνομοσχέδιο εισάγονται αρκετές μεταβατικές διατάξεις.
Επιμέλεια: Βάσω Βεγιάζη
Οι κυριότερες αλλαγές για την εφοδιαστική αλυσίδα, όπως αυτές περιγράφονται στο πολυνομοσχέδιο, είναι οι ακόλουθες:
Άρθρο 158
Με το παρόν άρθρο προστίθεται Κεφάλαιο Θ΄ με τίτλο «Εγκατάσταση μεταποιητικών και συναφών δραστηριοτήτων», μετά το άρθρο 48 του ν. 4442/2016 (Α΄ 230).
Με την προσθήκη του άρθρου 48Α καθορίζεται το πεδίο εφαρμογής του Κεφαλαίου αυτού και εξαιρούνται οι δραστηριότητες που υπάγονται στο καθεστώς γνωστοποίησης του άρθρου 6 του ν. 4442/2016.
Με το άρθρο 48Β καθορίζεται το βασικό περιεχόμενο της έγκρισης εγκατάστασης, που συνίσταται στον προσδιορισμό του είδους της δραστηριότητας και την κατάταξη αυτής σε βαθμό όχλησης, προκειμένου να κριθεί η συμβατότητα με τις χρήσεις γης του τόπου εγκατάστασης.
Συνεπεία των ανωτέρω απλουστεύεται ουσιωδώς η διαδικασία έκδοσης της έγκρισης εγκατάστασης, απλούστευση που θα αποτυπωθεί κυρίως στην υπουργική απόφαση που θα εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση των νέων διατάξεων και αφορά στη διαδικασία και τα δικαιολογητικά για την έγκριση εγκατάστασης.
Με το άρθρο 48Γ τροποποιούνται διατάξεις του ν. 3982/2011 (Α΄ 143) για την εναρμόνιση με τις προβλέψεις του ν. 4442/2016 και εισάγεται η έννοια της γνωστοποίησης εγκατάστασης. Με τη διαδικασία της γνωστοποίησης δίδεται η δυνατότητα να ενημερώνεται έγκαιρα η αρμόδια υπηρεσία προς αποφυγή λαθών στη χωροθέτηση των επαγγελματικών εργαστηρίων και λοιπών δραστηριοτήτων του άρθρου 19 παρ. 1 ν. 398/2011.
Η ανάγκη της αναγνώρισης του είδους μιας δραστηριότητας, της κατάταξης αυτής σε βαθμό όχλησης και εν συνεχεία της χωροθέτησής της αποτελούσε ανέκαθεν το αντικείμενο του ελέγχου για την έκδοση άδειας εγκατάστασης, πλην όμως η διαδικασία έκδοσης άδειας εγκατάστασης, υπό την προηγούμενη μορφή της, αποτελούσε διαδικασία βαριά και χρονοβόρα για να υπαχθούν σε αυτήν οι δραστηριότητες του άρθρου 19 παρ. 1 ν. 3982/2011, δεδομένου ότι ο κίνδυνος να εγκατασταθούν οι συγκεκριμένες δραστηριότητες σε χώρο όπου αυτό απαγορεύεται από τις χρήσεις γης είναι μικρότερος σε σχέση με τις λοιπές μονάδες.
Συνεπώς στις περιπτώσεις αυτές προβλέπεται η διαδικασία της γνωστοποίησης, διότι με μια πολύ απλή διαδικασία επιτυγχάνονται ουσιαστικά οφέλη που σχετίζονται με τον έλεγχο της χωροθέτησης εργαστηρίων και λοιπών χαμηλού ρίσκου δραστηριοτήτων.
Περαιτέρω, η άδεια εγκατάστασης, ως έχει μέχρι σήμερα, αφορά δραστηριότητα συγκεκριμένης εγκατεστημένης ισχύος/δυναμικότητας/αποθηκευτικής ικανότητας. Λαμβάνοντας υπόψη ότι το στάδιο της άδειας εγκατάστασης αφορά τις προθέσεις του επενδυτή, οι οποίες κατά την υλοποίηση μπορεί να τροποποιηθούν, κρίθηκε σκόπιμο στο εξής να εκδίδεται μεν με αναφορά σε συγκεκριμένη εγκατεστημένη ισχύ/δυναμικότητα/αποθηκευτική ικανότητα, αλλά να ενσωματώνει τη δυνατότητα μηχανολογικών εκσυγχρονισμών της δραστηριότητας μέχρι το ανώτατο όριο του βαθμού όχλησης στον οποίο κατατάσσεται.
Με αυτήν την αλλαγή, όσο η έγκριση εγκατάστασης είναι σε ισχύ, διευκολύνονται συνεχείς μηχανολογικοί εκσυγχρονισμοί – εντός των ορίων του βαθμού όχλησης – χωρίς να απαιτείται έκδοση άλλων διοικητικών πράξεων.
Παρατηρήθηκε πως ιδίως στη σημερινή οικονομική συγκυρία το διάστημα υλοποίησης της εγκατάστασης (3 συν 3 έτη) είναι περιορισμένο, γι’ αυτό και τροποποιείται η διάρκεια της έγκρισης εγκατάστασης προς μεγαλύτερο όριο. Συνεπώς, η διάρκεια της έγκρισης εγκατάστασης που αφορά την υλοποίηση της μονάδας αυξάνεται σε 5 έτη με δυνατότητα παράτασης μέχρι 5 ακόμα έτη.
Ενώ μέχρι σήμερα η διάρκεια της άδειας αφορά μόνο το χρονικό περιθώριο που δίδεται στον επενδυτή για να κατασκευάσει μονάδα/εγκαταστήσει μηχανήματα και να ξεκινήσει να λειτουργεί, το νέο περιεχόμενο της έγκρισης (ολόκληρος ο βαθμός όχλησης) οδηγεί στην ανάγκη αύξησης της διάρκειάς της ώστε να καταλαμβάνει και λειτουργούσες μονάδες.
Συγκεκριμένα εφόσον η δραστηριότητα ξεκινήσει να λειτουργεί πριν την παρέλευση των χρονικών ορίων της παραγράφου 6 του ν. 3982/2011, η διάρκεια της εκδοθείσας έγκρισης εγκατάστασης παρατείνεται μέχρι τη συμπλήρωση 10ετίας ή 20ετίας ανάλογα με την περιοχή εγκατάστασης, με έναρξη και στις δύο περιπτώσεις την ημερομηνία χορήγησης της έγκρισης.
Με την πρόβλεψη της υποπαραγράφου (γ) προβλέπεται ρητά η προστασία της δραστηριότητας έναντι αλλαγών των χρήσεων γης του τόπου εγκατάστασης.
Στην υποπαράγραφο (δ) προβλέπεται η αυτονόητη συνέπεια της λήξης της έγκρισης εγκατάστασης, ότι δηλαδή εφόσον η δραστηριότητα επιθυμεί μηχανολογική επέκταση ή εκσυγχρονισμό θα χρειαστεί έκδοση νέας έγκρισης εγκατάστασης.
Η υποπαράγραφος (ε) προβλέπει ότι τυχόν διακοπή λειτουργίας της δραστηριότητας έως 3 έτη, εφόσον αυτή λάβει χώρα μετά την έναρξη λειτουργίας της δραστηριότητας, δεν επιδρά στα οφέλη και τις δυνατότητες που έχει η έγκριση εγκατάστασης.
Η εν λόγω ρύθμιση αποσκοπεί στην ενίσχυση της επιχειρηματικότητας που λόγω της μεγάλης οικονομικής κρίσης έχει πληγεί ιδιαιτέρως και έχει μεγάλη σημασία τόσο κατά την περίοδο προσπαθειών ανάκαμψης της δραστηριότητας με στόχο αυτή να επανέλθει στην κανονική λειτουργία όσο και στη διευκόλυνση μεταβίβασης της δραστηριότητας στην περίπτωση που οι προσπάθειες ανάκαμψης υπό τον ίδιο φορέα δεν αποδώσουν.
Με την εν λόγω ρύθμιση εισάγεται επιπλέον η σιωπηρή χορήγηση έγκρισης που τεκμαίρεται μετά την παρέλευση συγκεκριμένης προθεσμίας από την κατάθεση πλήρους φακέλου.
Με τη συγκεκριμένη πρόβλεψη γίνεται προσπάθεια επιτάχυνσης της διαδικασίας και αποφυγής καθυστερήσεων, χωρίς να διακυβεύεται το δημόσιο συμφέρον, Εξάλλου εναρκτήριο σημείο της προθεσμίας είναι η κατάθεση πλήρους φακέλου, ενώ προβλέπεται διακοπή της προθεσμίας για τη συμπλήρωση τυχόν ελλείψεων.
Με δεδομένο πως μέχρι σήμερα οι αδειοδοτούσες αρχές οφείλουν να διενεργούν ελέγχους σε κάθε καταγγελία, γεγονός που ελλείψει ανθρώπινων πόρων δυσχεραίνει την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας, προβλέπεται η λήψη υπόψη κριτηρίων κινδύνου για τη θέση προτεραιοτήτων στη διενέργεια επιθεωρήσεων.
Το νέο περιεχόμενο της έγκρισης εγκατάστασης, η ενσωμάτωση δηλαδή του δικαιώματος εκσυγχρονισμών χωρίς νέα διοικητική πράξη, οδήγησε στην ανάγκη να καταβάλλεται ένα παράβολο αρχικά στο στάδιο της αίτησης για έγκριση εγκατάστασης, το οποίο θα υπολογίζεται βάσει του αιτήματος του φορέα της δραστηριότητας, ενώ στη συνέχεια και σε περίπτωση μεταβολών στον εξοπλισμό ή την αποθηκευτική ικανότητα θα καταβάλλεται συμπληρωματικό παράβολο.
Με το άρθρο 48Δ παρέχεται εξουσιοδότηση στον υπουργό Οικονομίας και Ανάπτυξης να καθορίζει με απόφασή του τον τύπο και το περιεχόμενο της αίτησης για τη χορήγηση της έγκρισης εγκατάστασης, τον τύπο και το περιεχόμενο της γνωστοποίησης, τα απαραίτητα δικαιολογητικά, οι αρχές στις οποίες κοινοποιείται η γνωστοποίηση, το τρόπος και η διαδικασία επιβολής κυρώσεων και κάθε άλλο σχετικό θέμα.
Με το άρθρο 48Ε προβλέπονται μεταβατικές διατάξεις για τις άδειες εγκατάστασης που είναι ήδη σε ισχύ, την παράταση της διάρκειάς τους, την εξέταση εκκρεμών αιτήσεων για παράταση και τη δυνατότητα υπαγωγής στο καθεστώς έγκρισης εγκατάστασης.
ΥΠΟΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄: ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΦΟΔΙΑΣΤΙΚΗ
Άρθρο 159
Με το παρόν άρθρο προστίθενται στο ν. 4442/2016 άρθρα 50Α και 50Β, τα οποία περιέχουν ρυθμίσεις για την κυκλοφοριακή σύνδεση και είσοδο – έξοδο οχημάτων.
Ειδικότερα, με το άρθρο 50Α καταργείται για όλες τις οικονομικές δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα του ν. 4442/2016 η υποχρέωση λήψης βεβαίωσης ορθής κατασκευής κυκλοφοριακής σύνδεσης ή ορθής κατασκευής εισόδου – εξόδου, η οποία μέχρι σήμερα αποτελούσε προαπαιτούμενο για τη λειτουργία τους.
Η βεβαίωση αντικαθίσταται από υπεύθυνη δήλωση του αρμόδιου μηχανικού της εγκατάστασης ότι η κυκλοφοριακή σύνδεση ή η είσοδος – έξοδος έχουν εκτελεστεί σύμφωνα με τα εγκεκριμένα σχέδια.
Η υπεύθυνη δήλωση, τηρείται σε φάκελο στο χώρο της εγκατάστασης και είναι διαθέσιμη σε περίπτωση ελέγχου από τις αρμόδιες αρχές. Δεδομένου ότι η κατασκευή της κυκλοφοριακής σύνδεσης ή εισόδου εξόδου πραγματοποιείται επί τη βάσει τοπογραφικών διαγραμμάτων και σχεδίων που έχουν ήδη εγκριθεί από την αρμόδια αρχή για τη συντήρηση της οδού, κρίθηκε ότι δεν απαιτείται επιπλέον και βεβαίωση ορθής κατασκευής από την ίδια αρμόδια αρχή αλλά ότι η υπεύθυνη δήλωση του αρμόδιου μηχανικού επαρκεί για να πιστοποιηθεί ότι η κατασκευή της κυκλοφοριακής σύνδεσης ή εισόδου – εξόδου εκτελέσθηκε σύμφωνα με τα εγκεκριμένα σχέδια.
Επιπλέον, η υπεύθυνη δήλωση του αρμόδιου μηχανικού αποτελεί πολύ λιγότερο χρονοβόρα απαίτηση σε σχέση με την απαίτηση λήψης βεβαίωσης ορθής εκτέλεσης από την αρμόδια αρχή για τη συντήρηση της οδού και έτσι διευκολύνεται και επιταχύνεται η έναρξη λειτουργίας της εγκατάστασης.
Η κατάργηση της βεβαίωσης ορθής κατασκευής κυκλοφοριακής σύνδεσης ή εισόδου – εξόδου δεν απαλλάσσει τους φορείς των οικονομικών δραστηριοτήτων από την υποχρέωση τήρησης των όρων και προϋποθέσεων που περιγράφονται στην κείμενη νομοθεσία για την οδική ασφάλεια, για τη διασφάλιση των οποίων οι αρμόδιες αρχές δύνανται ν διενεργούν ελέγχους από την έναρξη της οικονομικής δραστηριότητας.
Το ίδιο άρθρο ορίζει ότι όπου σε διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας απαιτείται βεβαίωση ορθής κατασκευής κυκλοφοριακής σύνδεσης ή εισόδου-εξόδου οχημάτων θα προσκομίζεται εφεξής η υπεύθυνη δήλωση του αρμόδιου μηχανικού.
Με το άρθρο 50Β τροποποιούνται αντίστοιχα με τις ρυθμίσεις του προηγούμενου άρθρου οι διατάξεις του Β.Δ. 465/1970 που αφορούν τη βεβαίωση ορθής εκτέλεσης κυκλοφοριακής σύνδεσης ή εισόδου – εξόδου.
Επιπλέον, τροποποιούνται διατάξεις του β.δ. 465/1970 (Α΄ 150) που αφορούν την έγκριση κυκλοφοριακής σύνδεσης ή εισόδου – εξόδου, oι οποίες κρίθηκαν αναγκαίες προς το σκοπό αφενός της απλοποίησης του πλαισίου άσκησης οικονομικών δραστηριοτήτων και αφετέρου της εναρμόνισης των διατάξεων του β.δ. με διατάξεις νεότερων νομοθετημάτων.
Ως εκ τούτου, με τη παράγραφο (β) παρατείνεται η διάρκεια της έγκρισης κυκλοφοριακής σύνδεσης ή εισόδου – εξόδου έτσι ώστε να συμπίπτει με τη διάρκεια ισχύος της άδειας δόμησης με εξαίρεση τις περιπτώσεις όπου έχουν μεταβληθεί οι συνθήκες της οδού και επομένως απαιτείται νέα έγκριση.
Με την παράγραφο (δ) δίνεται η δυνατότητα προσθήκης και αλλαγής χρήσης υφιστάμενων εγκαταστάσεων που λειτουργούν με εγκεκριμένη κυκλοφοριακή σύνδεση κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων μόνο εφόσον με μελέτη κυκλοφοριακών επιπτώσεων αποδεικνύεται ότι οι νέες προσθήκες ή η νέα χρήση δεν επιφέρουν αύξηση του κυκλοφοριακού φόρτου.
Με την ίδια παράγραφο (δ) εισάγεται ρύθμιση σύμφωνα με την οποία επιτρέπεται η έγκριση κυκλοφοριακής σύνδεσης κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων μόνο σε περιπτώσεις όπου τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του οικοπέδου δεν καθιστούν εφικτή την τήρηση των προϋποθέσεων του Β.Δ. 465/1970.
Σε αυτές τις περιπτώσεις ορίζεται ότι απαιτείται υποβολή μελέτης η οποία τεκμηριώνει με επιστημονικό τρόπο ότι η διαφοροποίηση στην κατασκευή της κυκλοφοριακής συνδέσεως εξασφαλίζει την οδική ασφάλεια. Η μελέτη συντάσσεται από τον αρμόδιο μηχανικό και εγκρίνεται από την αρμόδια για τη συντήρηση της οδού υπηρεσία.
Άρθρο 160
Με το παρόν άρθρο προστίθεται στο ν. 4442/2016 (Α΄ 230) κεφάλαιο Ι΄ με τίτλο «Απλούστευση Πλαισίου Άσκησης Δραστηριοτήτων εντός Κέντρων Αποθήκευσης και Διανομής».
Με το άρθρο αυτό τα Κέντρα Αποθήκευσης και Διανομής εντάσσονται στο θεσμικό πλαίσιο του ν. 4442/2016 για την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας. Το κεφάλαιο περιέχει οκτώ (8) άρθρα (48ΣΤ έως 48ΙΒ), τα οποία ρυθμίζουν τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία εγκατάστασης και λειτουργίας των Κέντρων Αποθήκευσης και Διανομής καθώς και των εγκαταστάσεων πλυντηρίων, λιπαντηρίων και συνεργείων που λειτουργούν προς εξυπηρέτηση οχημάτων εντός των χώρων αυτών.
Επιπλέον εισάγουν ρυθμίσεις για την απλοποίηση του πιστοποιητικού ενεργητικής πυροπροστασίας που απαιτείται για τις εγκαταστάσεις των Κέντρων Αποθήκευσης και Διανομής, τροποποιούν σημειακά υφιστάμενες διατάξεις που ρυθμίζουν ζητήματα που αφορούν τη λειτουργία των Κέντρων Αποθήκευσης και Διανομής λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα της μελέτης ορθών ευρωπαϊκών πρακτικών και ρυθμιστικών εργαλείων των υπολοίπων ευρωπαϊκών χωρών.
Ειδικότερα, με το άρθρο αυτό τα Κέντρα Αποθήκευσης και Διανομής εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ν. 4442/2016 και κατά συνέπεια η εγκατάσταση και λειτουργία τους διέπεται από τις ρυθμίσεις του Γενικού Μέρους του ν. 4442/2016 καθώς και από τις ειδικότερες ρυθμίσεις που εισάγονται με το παρόν κεφάλαιο.
Ως Κέντρα Αποθήκευσης και Διανομής νοούνται οι εγκαταστάσεις, στεγασμένες ή μη, συμπεριλαμβανομένων και των χώρων στάθμευσης οχημάτων οι οποίες εξυπηρετούν την άσκηση δραστηριοτήτων εφοδιαστικής και οι οποίες δεν λειτουργούν εντός του χώρου άσκησης άλλης βιοτεχνικής, βιομηχανικής, λιανεμπορικής ή γεωργικής δραστηριότητας.
Οι δραστηριότητες που ασκούνται στα Κέντρα Αποθήκευσης και Διανομής περιλαμβάνονται στην 6η ομάδα του παραρτήματος του ν. 4442/2016 και προσδιορίζονται με τους Κωδικούς Αριθμούς δραστηριότητας (ΚΑΔ) 45, 46 και τις υποδιαιρέσεις τους που αφορούν το χονδρικό εμπόριο, καθώς και με τον ΚΑΔ 52.10 που αφορά δραστηριότητες αποθήκευσης και περιλαμβάνεται στην 7η ομάδα του ίδιου παραρτήματος. Στις ρυθμίσεις του κεφαλαίου εμπίπτουν και οι εγκαταστάσεις πλυντηρίων – λιπαντηρίων και συνεργείων οχημάτων που προσδιορίζονται με ΚΑΔ 45.20 εφόσον εξυπηρετούν οχήματα εντός του Κέντρου Αποθήκευσης και Διανομής.
Στο πεδίο εφαρμογής του ν. 4442/2016 και τις ειδικότερες ρυθμίσεις του παρόντος κεφαλαίου υπάγονται ακόμα τα Κέντρα Διανομής Τσιμέντου και τα Αστικά Κέντρα Ενοποίησης Εμπορευμάτων τα οποία στο εξής εγκαθίστανται και λειτουργούν σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 48Ζ του ν. 4442/2016 με τίτλο «Εγκατάσταση και λειτουργία Κέντρων Αποθήκευσης και Διανομής».
Με το ως άνω άρθρο 48Ζ ρυθμίζονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία για την εγκατάσταση και λειτουργία των Κέντρων Αποθήκευσης και Διανομής και περιγράφονται οι κατηγορίες των Κέντρων Αποθήκευσης και Διανομής που δύνανται να εγκαθίστανται και να λειτουργούν με την διαδικασία της γνωστοποίησης. Κύριο κριτήριο για την εγκατάσταση και λειτουργία των Κέντρων Αποθήκευσης και Διανομής αποτελεί η περιβαλλοντική τους κατάταξη σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4014/2011, όπως κάθε φορά ισχύει, και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού κανονιστικών πράξεων.
Ειδικότερα στην παράγραφο 1 ορίζεται ότι για την εγκατάσταση Κέντρων Αποθήκευσης και Διανομής τα οποία κατατάσσονται περιβαλλοντικά λόγω των σημαντικών περιβαλλοντικών τους επιπτώσεων στην κατηγορία Α’ και τις υποκατηγορίες Α1 ή Α2, απαιτείται έγκριση εγκατάστασης.
Έγκριση εγκατάστασης απαιτείται ακόμα και για τα Κέντρα Αποθήκευσης και Διανομής που κατατάσσονται περιβαλλοντικά στην κατηγορία Β’ εφόσον αυτά εγκαθίστανται σε περιοχές που βρίσκονται εκτός εγκεκριμένου χωρικού σχεδιασμού.
Αντίθετα, η παράγραφος 2 ορίζει ότι δεν απαιτείται έγκριση εγκατάστασης για Κέντρα Αποθήκευσης και Διανομής που κατατάσσονται περιβαλλοντικά στην κατηγορία Β’ εφόσον αυτά εγκαθίστανται εντός περιοχών που έχουν καθοριστεί από εγκεκριμένα χωρικά σχέδια (ΓΠΣ/ ΣΧΟΟΑΠ/ ΤΧΣ/ ΖΟΕ).
Με την παράγραφο 3 προβλέπεται ότι απαλλάσσονται από την υποχρέωση εφοδιασμού με έγκριση εγκατάστασης και τα Κέντρα Αποθήκευσης και Διανομής τα οποία δεν κατατάσσονται περιβαλλοντικά στις κατηγορίες Α και Β ανεξαρτήτως του αν αυτά εγκαθίστανται σε περιοχή που βρίσκεται εκτός ή εντός εγκεκριμένου χωρικού σχεδιασμού σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο.
Η απαλλαγή από την έγκριση εγκατάστασης αποσυνδέεται από την περιβαλλοντική κατηγοριοποίηση με τη ρύθμιση της παραγράφου 6 του άρθρου 48Ζ σύμφωνα με την οποία για τα Κέντρα Αποθήκευσης και Διανομής ανεξαρτήτως περιβαλλοντικής κατάταξης που εγκαθίστανται εντός ΒΙ.ΠΕ όπως αυτά ορίζονται στο ν. 4458/1965, εντός Βιομηχανικών και Επιχειρηματικών Περιοχών σύμφωνα με τον ν. 2545/1997 ή εντός Επιχειρηματικών Πάρκων που λειτουργούν σύμφωνα με τον ν. 3982/2011, δεν απαιτείται έγκριση εγκατάστασης.
Αναγκαία προϋπόθεση για την έναρξη λειτουργίας όλων των Κέντρων Αποθήκευσης και Διανομής αποτελεί η υποβολή γνωστοποίησης δεδομένου ότι με αυτήν επιτελείται ο κομβικός ρόλος της ενημέρωσης των εποπτικών αρχών σχετικά με τη λειτουργία της δραστηριότητας προκειμένου αυτές να ασκήσουν τα ελεγκτικά τους καθήκοντα επί τη βάσει κριτηρίων κινδύνου.
Με τη παράγραφο 4 του άρθρου 48Ζ ρυθμίζονται ζητήματα που αφορούν μετάπτωση σε άλλη περιβαλλοντική κατηγορία λόγω επέκτασης ή εκσυγχρονισμού ενώ με την παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι εφόσον στο Κέντρο Αποθήκευσης και Διανομής ασκείται ή προστίθεται μεταγενέστερα και δευτερεύουσα – συμπληρωματική δραστηριότητα όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 1 του ν. 4302/2014 η οποία δεν κατατάσσεται περιβαλλοντικά στην κατηγορία Α’, ο φορέας υποχρεούται μόνο σε γνωστοποίηση της δευτερεύουσας – συμπληρωματικής δραστηριότητας.
Τέλος με τη ρύθμιση της παραγράφου 9 του άρθρου 48Ζ γίνεται απευθείας αναφορά και παραπομπή στα παράβολα που ορίζονται στην υπ’ αριθμόν οικ. 14684/914/Φ.15/2012 (Β ́ 3533) κοινή υπουργική απόφαση τα οποία ισχύουν αναλογικά για την έγκριση εγκατάστασης και τη γνωστοποίηση των δραστηριοτήτων του Κεφαλαίου Θ.
Ειδικότερα το παράβολο για την έγκριση εγκατάστασης αντιστοιχεί στο παράβολο που καταβαλλόταν μέχρι σήμερα για τη χορήγηση της άδειας εγκατάστασης ενώ το παράβολο για τη γνωστοποίηση καταβάλλεται άπαξ και αντιστοιχεί στο παράβολο που καταβαλλόταν μέχρι σήμερα για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας. Δεν απαιτείται εκ νέου παράβολο για τη γνωστοποίηση μεταβληθέντων στοιχείων ή την κατάργηση της γνωστοποίησης.
Με την ρύθμιση του άρθρου 48Η καταργείται αποκλειστικά για τις εγκαταστάσεις πλυντηρίων, λιπαντηρίων και συνεργείων οχημάτων που βρίσκονται εντός Κέντρων Αποθήκευσης και Διανομής, η υποχρέωση λήψης βεβαίωσης νόμιμης λειτουργίας η οποία προβλέπεται στην οικ. 81590/1446/Φ/46 κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, Οικονομικών, Υποδομών και Μεταφορών.
Σκοπός του τιθέμενου κανόνα είναι η απλοποίηση των όρων, προϋποθέσεων και διαδικασιών που απαιτούνται για τη λειτουργία εγκαταστάσεων που λειτουργούν εντός των Κέντρων Αποθήκευσης και Διανομής, και προορίζονται για την εξυπηρέτηση των οικονομικών δραστηριοτήτων που ασκούνται σε αυτά.
Η χωριστή αδειοδότηση που μέχρι σήμερα απαιτείται για πλυντήρια, λιπαντήρια και συνεργεία οχημάτων που βρίσκονται εντός Κέντρων Αποθήκευσης και Διανομής κρίνεται ότι επιβαρύνει αναιτιολόγητα την άσκηση των επικουρικών αυτών δραστηριοτήτων καθότι οι προϋποθέσεις για την ίδρυση πλυντηρίων, λιπαντηρίων και συνεργείων καλύπτονται επαρκώς από τις προϋποθέσεις που τίθενται για την εγκατάσταση και λειτουργία των Κέντρων Αποθήκευσης και Διανομής καθιστώντας συνεπώς την εκ νέου αδειοδότησή τους μη αναγκαία και επομένως περιττή.
Με τη παράγραφο 2 του άρθρου ορίζεται ότι οι εγκαταστάσεις πλυντηρίων, λιπαντηρίων και συνεργείων που βρίσκονται εντός Κέντρων Αποθήκευσης και Διανομής εφεξής λειτουργούν νόμιμα μετά την υποβολή της γνωστοποίησης για την έναρξη λειτουργίας των εν λόγω Κέντρων Αποθήκευσης και Διανομής.
Με το άρθρο 48Θ ορίζεται ότι η μελέτη ενεργητικής πυροπροστασίας συντάσσεται εφεξής ενιαία για όλες τις εγκαταστάσεις για τις οποίες απαιτείται και λειτουργούν εντός Κέντρου Αποθήκευσης και Διανομής, περιλαμβάνοντας υποκεφάλαια για κάθε επιμέρους δραστηριότητα.
Παράλληλα το πιστοποιητικό ενεργητικής πυροπροστασίας εκδίδεται με βάση την ενιαία μελέτη του προηγούμενου εδαφίου με διάρκεια ισχύος τα πέντε έτη. Τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για την έκδοση του πιστοποιητικού πυροπροστασίας προσδιορίζονται στην κοινή υπουργική απόφαση που εκδίδεται κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 48ΙΑ΄.
Με τη ρύθμιση αυτή προβλέπονται τα δικαιολογητικά και η διαδικασία που απαιτούνται για την έκδοση του πιστοποιητικού ενεργητικής πυροπροστασίας καθώς και η διάρκεια ισχύος του, στοιχεία τα οποία μέχρι σήμερα διέφεραν για επιμέρους εγκαταστάσεις εντός ενός Κέντρου Αποθήκευσης και Διανομής κι έτσι πλέον ενοποιούνται σε μία ενιαία διαδικασία για το σύνολο της εγκατάστασης με σαφώς προσδιορισμένα δικαιολογητικά και διάρκεια ισχύος πέντε ετών.
Διευκολύνονται συνεπώς οι φορείς των Κέντρων Αποθήκευσης και Διανομής και καθίσταται ευχερέστερη η άσκηση ελέγχου του συνόλου της εγκατάστασης από τις κατά τόπο Πυροσβεστικές Υπηρεσίες.
Το άρθρο 48Ι ορίζει ότι για ζητήματα που αφορούν τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις για την έκδοση έγκρισης εγκατάστασης, τη διενέργεια ελέγχων και την επιβολή κυρώσεων εφαρμόζονται αναλογικά οι αναφερόμενες διατάξεις του ν. 3982/2011.
Με την προτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου 48ΙΑ προβλέπεται η έκδοση κοινής απόφασης των Υπουργών Εσωτερικών, Οικονομίας και Ανάπτυξης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Υποδομών και Μεταφορών, για να ρυθμιστούν οι διαδικασίες έγκρισης εγκατάστασης και γνωστοποίησης των δραστηριοτήτων του Κεφαλαίου ΙΑ΄ και όλα τα συναφή με αυτές ζητήματα.
Με το άρθρο 48ΙΒ τροποποιούνται διατάξεις του ν. 4302/2014 (Α΄ 225) προκειμένου να εναρμονιστούν με τις γενικές αρχές που εισήγαγε ο ν. 4442/2016 για ζητήματα Εφοδιαστικής οι οποίες κρίθηκαν αναγκαίες για τη βελτίωσή του.
Άρθρο 161
Τροποποίηση διατάξεων του ν.δ. 3077/1954 (Α΄ 243)
Με το παρόν άρθρο τροποποιούνται και καταργούνται διατάξεις του ν.δ. 3077/1954 περί Γενικών Αποθήκών. Η κύρια και σημαντική αλλαγή συνίσταται στην αντικατάσταση της σημερινής απαίτησης για χορήγηση άδειας ιδρύσεως γενικής αποθήκης μέσω έκδοσης προεδρικού διατάγματος η οποία αποτελεί ιδιαίτερα χρονοβόρα διαδικασία, με την χορήγηση άδειας ιδρύσεως μέσω έκδοσης απόφασης του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης.
Άρθρο 162
Τροποποίηση διατάξεων του ν. 4254/2014 (Α΄ 85)
Με το παρόν άρθρο τροποποιείται ο ν. 4254/2014 και καταργείται η βεβαίωση συμμόρφωσης, η οποία μέχρι σήμερα απαιτείτο για την λειτουργία των Κέντρων Διανομής Τσιμέντου καθώς κρίθηκε ότι το εν λόγω δικαιολογητικό αποτελεί διοικητικό εμπόδιο για τους οικονομικούς φορείς και επιβαρύνει με επιπλέον διοικητικό κόστος την αρμόδια για την έκδοσή του υπηρεσία της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας χωρίς παράλληλα να συμβάλλει στον έλεγχο συμμόρφωσης του προϊόντος.
Με τα προτεινόμενα άρθρα 163 και 164 ρυθμίζονται ζητήματα που αφορούν υφιστάμενες εγκαταστάσεις, οι οποίες φέρουν τα χαρακτηριστικά των Κέντρων Αποθήκευσης και Διανομής σύμφωνα με το κεφάλαιο Ι’ του ν. 4442/2016 και το ν. 4302/2014.
Συγκεκριμένα, ορίζεται ότι οι υφιστάμενες εγκαταστάσεις που έχουν ήδη αδειοδοτηθεί είτε με βάση τις διατάξεις του Κεφαλαίου Β ́ του ν. 3982/2011 για τις βιομηχανικές – βιοτεχνικές εγκαταστάσεις είτε με βάση τις διατάξεις του π.δ. 79/2004 για τους Εμπορευματικούς Σταθμούς Τύπου Β’, θεωρούνται ότι συμμορφώνονται με το ν. 4442/2016.
Για τις υφιστάμενες εγκαταστάσεις που δεν έχουν μέχρι σήμερα αδειοδοτηθεί ως όφειλαν σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις, προβλέπεται ότι σε αυτές δύναται, εφόσον απαιτείται, να χορηγηθεί έγκριση εγκατάστασης, τούτο δε χωρίς την επιβολή προστίμου, υπό την προϋπόθεση ότι εντός περιόδου δύο ετών από την έναρξη ισχύος της κοινής υπουργικής απόφασης με την οποία καθορίζονται τα ειδικότερα δικαιολογητικά και οι λοιπές διαδικαστικές προϋποθέσεις για την εγκατάσταση και λειτουργία των Κέντρων Αποθήκευσης και Διανομής ο φορέας υποβάλλει τα απαιτούμενα δικαιολογητικά στην αρμόδια αρχή.
Τέλος ορίζεται ότι οι ρυθμίσεις του κεφαλαίου Ι΄του ν. 4442/2016 καταλαμβάνουν και εκκρεμείς αιτήσεις για χορήγηση αδειών.
Άρθρο 166: Ρυθμίσεις για επιχειρηματικά πάρκα
Με το παρόν άρθρο τροποποιείται ο ν. 3982/2011, έτσι ώστε να επιτευχθούν βελτιώσεις στο νομοθετικό πλαίσιο των Επιχειρηματικών Πάρκων αλλά και να ενισχυθούν τα κίνητρα για την εγκατάσταση οικονομικών δραστηριοτήτων εντός των χώρων αυτών.
Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, θεσμοθετείται η έννοια του Επιχειρηματικού Πάρκου Μεμονωμένης Μεγάλης Μονάδας (ΕΠΜΜΜ) για τη δημιουργία του οποίου προβλέπονται ειδικοί όροι που στοχεύουν κυρίως στη βελτιστοποίηση της σχέσης του Πάρκου με τον περιβάλλοντα χώρο.
Στις περιοχές όπου υπάρχουν ή πρόκειται να ιδρυθούν μεμονωμένες μεγάλες μονάδες, προβλέπεται η δυνατότητα ίδρυσης Επιχειρηματικού Πάρκου Μεμονωμένης Μεγάλης Μονάδας (ΕΠΜΜΜ).
Ως μεμονωμένες μεγάλες μονάδες που υπάγονται στην παρούσα περίπτωση θεωρούνται αυτές που ασκούν δραστηριότητες υπαγόμενες στο Δεύτερο Μέρος του παρόντος νόμου και έχουν έκταση τουλάχιστον 150 στρέμματα για δραστηριότητες υψηλής όχλησης και 100 στρέμματα για δραστηριότητες μέσης όχλησης.
Προβλέπεται επίσης ότι για κάποιες κατηγορίες Επιχειρηματικών Πάρκων που αναπτύσσονται σε χώρους υποδοχής επιχειρήσεων, κατά την διαδικασία εκπόνησης, τροποποίησης και αναθεώρησης των ΓΠΣ ΣΧΟΟΑΠ δεν μπορούν να τροποποιηθούν τα όρια, οι χρήσεις γης και οι όροι δόμησης των εγκεκριμένων ΟΥΜΕΔ, χωρίς την σύμφωνη γνώμη του φορέα ανάπτυξης ή διαχείρισης του ΟΥΜΕΔ και των αρμόδιων υπηρεσιών που ενέκριναν την ανάπτυξη του ΟΥΜΕΔ.