Μέσα από κάθε κρίση, αναδεικνύονται καινούριες ευκαιρίες, που υπόσχονται μεγαλύτερη ανάπτυξη, αν αξιοποιηθούν εγκαίρως και σωστά. Αυτό συμβαίνει ήδη στον τομέα των ελληνικών εξαγωγών.
Τα τελευταία 30 χρόνια, η άνοδος των εξαγωγών είχε ως αποτέλεσμα να ενισχυθεί η εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας.
Η χώρα κατάφερε να διπλασιάσει το ποσοστό που οι εξαγωγές – εκτός πετρελαίου – καλύπτουν την παραγωγή την τελευταία 20ετία, με αποτέλεσμα σήμερα το 10% της παραγωγής να αντιστοιχεί σε εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών.
Παρά τα ενθαρρυντικά αυτά στοιχεία, οι προσπάθειες τόνωσης της εξωστρέφειας πρέπει να ενταθούν, όπως αναφέρουν στελέχη της αγοράς.
Να σημειωθεί ότι η εξωστρέφεια της οικονομίας ανέρχεται συνολικά σε 35% του ΑΕΠ, που διακρίνεται σε 19% του ΑΕΠ εξαγωγές υπηρεσιών (Ναυτιλία, Τουρισμός) και 16% του ΑΕΠ εξαγωγές αγαθών.
Στην Ευρώπη, το αντίστοιχο ποσοστό βρίσκεται στο 51%, γεγονός που αποκαλύπτει κενό εξωστρέφειας 15 ποσοστιαίων μονάδων, το οποίο μπορεί να καλυφθεί με εκμετάλλευση των ευκαιριών που είναι διαθέσιμες για τις ελληνικές επιχειρήσεις, όπως για παράδειγμα το Ταμείο Ανάκαμψης και τα συγχρηματοδοτούμενα ευρωπαϊκά προγράμματα.
Επιπλέον, οι αλλεπάλληλες κρίσεις (εγγενή διαρθρωτικά προβλήματα με επενδυτικό κενό, πιέσεις από την κλιματική αλλαγή και πληθωρισμός), με αιχμή τη διαταραχή στην εφοδιαστική αλυσίδα, λόγω πανδημίας αρχικά και του πολέμου στην Ουκρανία στη συνέχεια, ώθησαν την Ευρωπαϊκή Ένωση να εστιάσει στην αυτάρκεια σε βασικά αγαθά (φάρμακα, τρόφιμα κλπ.).
Αυτό για τη χώρα ίσως αποτελεί μια σημαντική ευκαιρία να αναπτύξει τομείς παραγωγής και να αξιοποιήσει την πολιτική της αυτάρκειας και της αυτονομίας, τάση που αναπτύσσεται στην Ευρώπη.
Η εικόνα και οι προοπτικές των ελληνικών εξαγωγών αποτέλεσε αντικείμενο διαδικτυακής εκδήλωσης που διοργάνωσε πρόσφατα η Εθνική Τράπεζα, σε συνεργασία με τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Εξαγωγέων, παρουσία της Προέδρου του Συνδέσμου κ. Χριστίνας Σακελλαρίδη, καθώς και της Γενικής Διευθύντριας Λιανικής Τραπεζικής της Τράπεζας, κ. Χριστίνας Θεοφιλίδη.
Στην εκδήλωση συμμετείχαν και τοποθετήθηκαν επίσης, η κ. Τζέση Βουμβάκη, Deputy Chief Economist, η κ. Εύη Πασσά, Διευθύντρια Group Global Transaction Services, o κ. Κωνσταντίνος Καναβός, Διευθυντής Business Banking & Key Accounts Segments και ο κ. Αλέξανδρος Κοντόπουλος, Διευθύνων Σύμβουλος της Εθνικής Factors.
Μεταξύ άλλων, επισημάνθηκε ότι η ανοδική πορεία των ελληνικών εξαγωγών την τελευταία 30ετία οδήγησε σε αύξηση εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας, με τις εξαγωγές αγαθών (εκτός πετρελαίου) να καλύπτουν 10% της παραγωγής το 2021, από 5% το 1991.
Ωστόσο, αυτή η εξωστρέφεια παραμένει χαμηλότερα από το μέσο όρο της ΕΕ (20% της παραγωγής), γεγονός που αντανακλά δύο βασικά διαρθρωτικά προβλήματα: το επενδυτικό κενό ύψους 130 δισ. ευρώ την τελευταία δεκαετία (Επενδύσεις/ΑΕΠ Ελλάδας 10%, έναντι 16% του μέσου όρου της ΕΕ) και το θεσμικό κενό (διαχείριση γης, επιχειρηματικό δίκαιο, γραφειοκρατία κοκ.) που επηρεάζει την επιχειρηματικότητα.
Τα ελλείμματα αυτά αποτυπώνονται στην υστέρηση σε πεδία, όπως το μέγεθος των επιχειρήσεων, οι πράσινες επενδύσεις, η ψηφιοποίηση και η καινοτομία.
Στους εγγενείς παράγοντες αδυναμίας του επιχειρηματικού μας περιβάλλοντος προστίθενται, όπως προαναφέρθηκε, η πίεση από την κλιματική αλλαγή, η πανδημία, ο πόλεμος στην Ουκρανία και ο πληθωρισμός.