Ανάλογα με τη διάρκεια και τη σοβαρότητα του πολέμου στην Ουκρανία, το κόστος των διακοπών της εφοδιαστικής στην Ευρωζώνη, την περίοδο 2022-2023, υπολογίζεται ότι θα ανέλθει σε 242 δισ. ευρώ (2% του ΑΕΠ) στο σενάριο ενός συνεχιζόμενου πολέμου ή 920 δισ. ευρώ (7,7% του ΑΕΠ) στην περίπτωση παρατεταμένου πολέμου.
Επιμέλεια: Βάσω Βεγιάζη
Τα παραπάνω προκύπτουν από τη μελέτη της Accenture, που τιτλοφορείται «From Disruption to Reinvention – The future of supply chains in Europe», η οποία δημοσιεύτηκε στην Ετήσια Συνάντηση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ στο Νταβός.
Στη μελέτη διερευνώνται τρία πιθανά σενάρια για το πώς θα μπορούσε να εξελιχθεί ο πόλεμος Ρωσίας – Ουκρανίας το επόμενο έτος, μοντελοποιώντας τον αντίκτυπο κάθε σεναρίου για την περιοχή της Ευρωζώνης όσον αφορά το κόστος και το χρονοδιάγραμμα ανάκαμψης.
Όπως επισημαίνεται, αυτή τη στιγμή, οι οικονομικές απώλειες λόγω διαταραχών της εφοδιαστικής αλυσίδας στην Ευρωζώνη υπολογίζονται σε 112,7 δισ. ευρώ, ή 0,9% του ΑΕΠ το 2021.
Μάλιστα, οι τιμές της ενέργειας και ο πληθωρισμός, οι ελλείψεις πρώτων υλών και οι καταστροφές υλικοτεχνικής υποστήριξης και οι ελλείψεις ταλέντων επιδεινώνουν το σοκ στην προσφορά επί ευρωπαϊκού εδάφους.
Η “κατάρρευση” των logistics
Τα λιμάνια, τα πλοία και τα εμπορευματοκιβώτια είναι κρίσιμα για το εμπόριο, καθώς περίπου το 90% των εμπορευμάτων μεταφέρονται διά θαλάσσης.
Η πανδημία ανέκοψε τα δίκτυα logistics και ο πόλεμος επιδείνωσε τα πάντα. Το αποτέλεσμα ήταν:
-περισσότερα ζητήματα τιμολόγησης και διαθεσιμότητας στις θαλάσσιες μεταφορές
-μεγαλύτερη συμφόρηση στο λιμάνι
-μεγαλύτερες διαδρομές εναέριας κυκλοφορίας και χρόνους διέλευσης
-καθυστερήσεις στις οδικές και σιδηροδρομικές μεταφορές.
Αύξηση δεικτών και σοβαρή συμφόρηση λιμανιών
Με τα εμπορευματοκιβώτια με προορισμό τη Ρωσία εγκλωβισμένα στην Ευρώπη και τα lockdown στο λιμάνι της Σαγκάης, η συμφόρηση των λιμένων σε παγκόσμια κλίμακα παρέμενε σε επίπεδα αιχμής τον Απρίλιο του 2022, προκαλώντας καθυστερήσεις και χαμηλή αξιοπιστία αφίξεων.
Παράλληλα, οι ελλείψεις εμπορευματοκιβωτίων και η σοβαρή συμφόρηση στα λιμάνια έχουν οδηγήσει τους ναύλους σε αύξηση σχεδόν 10 φορές σε σχέση με τον Ιούνιο του 2020.
Οι ναυτιλιακές εταιρείες έχουν παραγγείλει περισσότερα από 500 νέα πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων, τα οποία όμως δεν αναμένεται να τεθούν σε λειτουργία μέχρι το 2023 ή το 2024.
Οι ελλείψεις υλικών προκαλούν αυξανόμενη ανησυχία
Από την πλευρά τους, οι επιχειρήσεις ανησυχούν όλο και περισσότερο για την έλλειψη ενδιάμεσων εισροών και κρίσιμων υλικών.
Σχεδόν πάνω από το μισό (52%) του μεριδίου της αξίας των εισαγωγών στην ΕΕ των περισσότερο εξαρτώμενων προϊόντων από το εξωτερικό προέρχεται από την Κίνα.
Φυσικά, οι ελλείψεις προμηθειών έχουν αυξημένες επιπτώσεις σε βιομηχανίες όπως η αυτοκινητοβιομηχανία.
Στη Γερμανία, η παραγωγή αυτοκινήτων το α’ τετράμηνο του 2022 μειώθηκε κατά 32% σε σύγκριση με το 2019 ως αποτέλεσμα της έλλειψης εισροών πρωτογενών προϊόντων.
Ο πόλεμος επιδείνωσε την κατάσταση
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία επιδείνωσε περαιτέρω την κατάσταση. Για παράδειγμα, οι ελλείψεις σε ημιαγωγούς, φαινόμενο που αναμενόταν να διορθωθεί το β’ εξάμηνο του 2022, αναμένεται τώρα να συνεχιστεί και το 2023.
Σύμφωνα με την Accenture, ένας παρατεταμένος πόλεμος θα μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω απώλειες του ΑΕΠ έως και 318 δισ. το 2022 και 602 δισ. ευρώ το 2023, ενώ ο πληθωρισμός θα μπορούσε να φτάσει το 7,8% το 2022 προτού υποχωρήσει το 2023.
«Αν και οι ειδικοί συμφωνούν ότι η Ευρώπη θα αποφύγει την ύφεση εφέτος, ο συνδυασμός του COVID-19 και του πολέμου στην Ουκρανία αναμένεται να επηρεάσει σημαντικά την οικονομία της Ευρώπης, προκαλώντας ισχυρή επιβράδυνση της ανάπτυξης», σχολίασε ο Jean-Marc Ollagnier, CEO της Accenture στην Ευρώπη.
Όπως είπε, «ενώ πριν από τον πόλεμο αναμενόταν κάποιου είδους ομαλοποίηση στην εφοδιαστική στο β’ εξάμηνο του 2022, τώρα πια δεν περιμένουμε να συμβεί πριν από το 2023, ίσως ούτε μέχρι το 2024, ανάλογα πάντα με το πώς θα εξελιχθεί ο πόλεμος».
Η επίλυση των ζητημάτων εφοδιαστικής αλυσίδας θα είναι κρίσιμα για την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα και ανάπτυξη. Σύμφωνα με τη μελέτη, έως και το 30% της συνολικής προστιθέμενης αξίας της Ευρωζώνης βασίζεται σε λειτουργικές διασυνοριακές εφοδιαστικές αλυσίδες.
Αναγκαία η επανεφεύρεση της εφοδιαστικής αλυσίδας
Η μελέτη σημειώνει ότι απαιτείται επανεφεύρεση της εφοδιαστικής αλυσίδας για την αντιμετώπιση της νέας πραγματικότητας. Μέχρι τώρα, οι εφοδιαστικές αλυσίδες είχαν σχεδιαστεί κυρίως για τη βελτιστοποίηση του κόστους.
Στο σημερινό κόσμο όμως, οφείλουν να είναι πιο ανθεκτικές και ευέλικτες για να ανταποκρίνονται σε ένα αυξανόμενα αβέβαιο περιβάλλον και παράλληλα να αποτελούν βασικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, λειτουργώντας ως βάση για μελλοντική ανάπτυξη.
Συγκεκριμένα, η Accenture εστιάζει σε τρεις βασικούς τομείς:
Ανθεκτικότητα: Οι εφοδιαστικές πρέπει να είναι σε θέση να απορροφούν, να προσαρμόζονται και να ανακάμπτουν από κραδασμούς όποτε και όπου συμβαίνουν. Η ανάπτυξη σεναρίων και η ανάλυση των κινδύνων και των ευκαιριών θα βοηθήσουν τις επιχειρήσεις να προσαρμοστούν στην μεταβαλλόμενη προσφορά και ζήτηση. Η μοντελοποίηση και η προσομοίωση δικτύου, τα stress tests και η εξασφάλιση πολλαπλών πηγών εφοδιασμού θα επιτρέψουν στους οργανισμούς να διαχειρίζονται την αβεβαιότητα.
Συνάφεια: Οι εφοδιαστικές αλυσίδες θα πρέπει να είναι πελατοκεντρικές και ευέλικτες, ώστε να μπορούν να προσαρμόζονται γρήγορα και αποδοτικά στις αλλαγές της ζήτησης. Η απόκτηση νέων συνόλων δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων αυτών σε πραγματικό χρόνο, εντός και εκτός του οργανισμού από όλη την αλυσίδα αξίας θα είναι κρίσιμης σημασίας. Ο αυτοματισμός και η τεχνητή νοημοσύνη θα επιτρέψουν στους οργανισμούς να εντοπίζουν γρήγορα νέες τάσεις, υποστηρίζοντας τη λήψη αποφάσεων. Η μετάβαση από κεντροποιημένα, γραμμικά μοντέλα προσφοράς σε αποκεντρωμένα δίκτυα που εφαρμόζουν μοντέλα on-demand παραγωγής και σε ορισμένες περιπτώσεις, φέρνοντας την παραγωγή πιο κοντά στο σημείο πώλησης, μπορεί να βοηθήσει τους οργανισμούς να ανταποκριθούν καλύτερα στις προσδοκίες των πελατών για την ολοκλήρωση των παραγγελιών.
Βιωσιμότητα: Οι σύγχρονες εφοδιαστικές αλυσίδες πρέπει να υποστηρίζουν, αν όχι να επιταχύνουν, τους στόχους βιωσιμότητας των οργανισμών. Για να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των ενδιαφερομένων μερών, οι οργανισμοί πρέπει να κάνουν τις αλυσίδες αξίας τους διαφανείς. Ένας τρόπος για να γίνει αυτό είναι μέσω blockchain ή παρόμοιας τεχνολογίας. Η μετάβαση επίσης από γραμμικές σε κυκλικές διαδικασίες που ελαχιστοποιούν τα απόβλητα θα είναι επίσης καθοριστικής σημασίας.
«Η ορατότητα σε όλο το μήκος και το βάθος των δικτύων εφοδιασμού, είναι κρίσιμης σημασίας», δήλωσε ο Kris Timmermans, Accenture’s Supply Chain & Operations Practice Lead.
Σύμφωνα με τον ίδιο, «οι εταιρείες πρέπει να περάσουν από μια ‘just-in-time’ σε μια ‘just-in-case’ προσέγγιση, να διαφοροποιήσουν τις βάσεις εφοδιασμού, να σχεδιάσουν εναλλακτικές διαδρομές για τη μεταφορά εμπορευμάτων, να δημιουργήσουν ευέλικτα κέντρα διανομής και να διατηρούν αποθέματα.
Προφανώς κάτι τέτοιο έχει ένα τίμημα, αλλά σίγουρα αποτελεί μια εξασφάλιση έναντι μελλοντικών κραδασμών. Το κλειδί είναι η επένδυση σε νέες τεχνολογίες για την καλύτερη αξιοποίηση δεδομένων (π.χ. ψηφιακά δίδυμα) σε όλο το Cloud Continuum, το οποίο παρέχει τεράστια υπολογιστική ισχύ με οικονομικά αποδοτικό, ευέλικτο και βιώσιμο τρόπο».
Οι δύο μακροπρόθεσμες προκλήσεις από την πανδημία και τον πόλεμο
Η μελέτη υπογραμμίζει επίσης δύο πιο βαθιές και μακροπρόθεσμες προκλήσεις που προκύπτουν από την πανδημία και τον πόλεμο.
Κατά πρώτον, την ενεργειακή ασφάλεια, καθώς οι ευρωπαϊκές οικονομίες πρέπει να αντιμετωπίσουν τη μεγάλη εξάρτησή τους από τον εφοδιασμό πετρελαίου και φυσικού αερίου ενώ επιταχύνουν τις πρωτοβουλίες μηδενικού περιβαλλοντικού αποτυπώματος (net-zero).
Και δεύτερον, την έλλειψη ταλέντου, ως αποτέλεσμα της γήρανσης του πληθυσμού, των εξελισσόμενων προσδοκιών των εργαζομένων και των αλλαγών στη ζήτηση για δεξιότητες.
Όπως σημείωσε ο Michael Brueckner, chief strategy officer της Accenture στην Ευρώπη, «ο πόλεμος στην Ουκρανία θα έχει σημαντικό αντίκτυπο, αυξάνοντας το μέγεθος και τη διάρκεια των κραδασμών».
Σύμφωνα με τον Brueckner «η σοβαρότητα αυτού του αντικτύπου θα εξαρτηθεί από τον τρόπο με τον οποίο εξελίσσεται ο πόλεμος, αλλά σε κάθε περίπτωση απαιτείται μια ολιστική αναθεώρηση στο πλαίσιο μιας νέας οικονομικής πραγματικότητας που διαμορφώνεται εν μέσω πληθωριστικών πιέσεων, τάσεων περιφερειοποίησης, ενεργειακής μετάβασης και έλλειψης ταλέντων».
«Η βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας και η επιτάχυνση της μετάβασης σε πράσινες πηγές ενέργειας θα είναι κρίσιμης σημασίας. Ομοίως, η ικανότητα προσέλκυσης, διατήρησης και αναβάθμισης των δεξιοτήτων των ανθρώπων αναδεικνύεται σε ένα από τα πιο πιεστικά ζητήματα αυτής της δεκαετίας» κατέληξε.