Κοινή δήλωση ενάντια στη δυνατότητα εφαρμογής των διατάξεων της «Κοινοτικής Οδηγίας Απόσπασης Εργασίας» στις διεθνείς οδικές μεταφορές υπέγραψαν 17 εθνικοί φορείς εκπροσώπησης του κλάδου των οδικών μεταφορών από κράτη μέλη της Ε.Ε. και μέλη της Διεθνούς Ένωσης Οδικών Μεταφορών (IRU).
Συγκεκριμένα, οι εκπρόσωποι του κλάδου από την Βουλγαρία, Κροατία, Τσεχία, Δανία, Εσθονία, Ουγγαρία, Ιρλανδία, Λετονία, Λιθουανία, Ολλανδία, Πολωνία, Πορτογαλλία, Ρουμανία, Σλοβακία, Ισπανία, Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς και η ΟΦΑΕ από την Ελλάδα συνυπέγραψαν μια κοινή θέση, σχετικά με την θέση τους ενάντια στην εφαρμογή των διατάξεων της Κοινοτικής Οδηγίας περί απόσπασης εργασίας στις διεθνείς οδικές μεταφορές.
Το αντίγραφο της κοινής δήλωσης στα ελληνικά:
————————
“ΚΟΙΝΗ ΔΗΛΩΣΗ
μεταξύ των Ομοσπονδιών από την Βουλγαρία, Τσεχία, Δανία, Εσθονία, Ελλάδα, Ουγγαρία, Ιρλανδία, Λετονία, Λιθουανία, Ολλανδία, Πολωνία, Πορτογαλλία, Ρουμανία, Σλοβακία, Ισπανία ενάντια στην εφαρμογή της Οδηγίας Περί Απoσπάσεων Εργαζομένων (96/71/ΕC) στις διεθνείς οδικές μεταφορές στην EE
Σε γενικές γραμμές χαιρετίζουμε τη δέσμη μέτρων κινητικότητας, καθώς υπάρχει ανάγκη για σαφείς, δίκαιους, εφαρμόσιμους και ενιαίους κανόνες σε Ευρωπαϊκό επίπεδο. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να επιβάλουμε δυσανάλογη και συμβολική νομοθεσία η οποία θα οδηγήσει στη μη διασφάλιση μιας πιο δυνατής Ενιαίας Αγοράς.
Αυτός είναι και ο λόγος που διαφωνούμε με την πρόταση η οποία προϋποθέτει ότι οι διεθνείς μεταφορές (τράνζιτ, διμερείς και διασυνοριακές μεταφορές) θα πρέπει να υπόκεινται στην Οδηγία περί Αποσπάσεων Εργαζομένων, και η οποία προτίθεται να δημιουργήσει μόνο περιθωριακή παρέκκλιση.
Αρχικά, η εφαρμογή της Οδηγίας περί Αποσπάσεων Εργαζομένων σε όλες τις διεθνείς μεταφορές, όπου οι εργαζόμενοι με υπερβολική κινητικότητα διασχίζουν τα σύνορα κάθε μέρα είναι ενάντια στη λογική της ίδιας της Οδηγίας, καθώς η πρόθεση ήταν να εφαρμοστούν οι κανόνες για τις αποσπάσεις εργαζομένων οι οποίοι εκτελούν το έργο τους για μήνες ή χρόνια στα εδάφη ένος Κράτους Μέλους διαφορετικό από όπου ο οδηγός συνήθως δραστηριοποιείται.
Οι κανόνες απόσπασης δεν δύναται να εφαρμοστούν σε εργαζόμενους που εργάζονται σε καθημερινή ή ακόμα και ωριαία βάση σε διαφορετικά Κράτη Μέλη.
Δεύτερον, η εφαρμογή της Οδηγίας περί Αποσπάσεων Εργαζομένων δεν μπορεί να εφαρμοστεί εξαιτίας των εκτενών και των πολύπλοκων διοικητικών προκλήσεων που προκαλεί. Η Οδηγία κατά την εφαρμογή της θα επιφέρει πολυάριθμες εθνικές νομοθεσίες σχετικά με το μηνιαίο μισθό.
Οι ελεγκτικές αρχές και οι εταιρείες ενδέχεται να έρθουν αντιμέτωποι με τουλάχιστον 20 διαφορετικές εθνικές νομοθεσίες ανάλογα με τις χώρες που δραστηριοποιούνται κάθε μήνα και με 50 διαφορετικούς κατώτατους μισθούς ανά νομοθεσία.
Οι μισθοί αυτοί είναι ανάλογοι με την προϋπηρεσία του οδηγού, το όχημα, τα εμπορεύματα που μεταφέρονται κτλ. Η εφαρμογή της Οδηγίας θα επιφέρει πολλές διαφορετικές εθνικές νομοθεσίες αναφορικά με τις κατώτατες άδειες μετ’αποδοχών.
Η εφαρμογή της οδηγίας θα περιορίσει δυσανάλογα τις δραστηριότητες της συντριπτικής πλειοψηφίας των μεταφορικών εταιρειών της ΕΕ, ιδίως των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες διαθέτουν λιγότερη ευελιξία και πόρους για την εφαρμογή των αυστηρών και σύνθετων απαιτήσεων.
Κατά πάσα πιθανότητα θα μειώσουν σε μεγάλο βαθμό τις διεθνείς τους δραστηριότητες, θα αποσυρθούν από αυτές τις δραστηριότητες ή θα βιώσουν ύφεση.
Κατά συνέπεια, η πολύπλοκη κανονιστική πρόταση θα έχει επίσης αρνητικές επιπτώσεις στην αγορά οδικών μεταφορών στο σύνολό της και συνεπώς στη λειτουργία του ενδοκοινοτικού εμπορίου, καθώς θα καταστεί πολύ επαχθές για τις μικρές, μεσαίες και μεγάλες εταιρείες μεταφορών να εφαρμόσουν διαφορετικούς εθνικούς εργατικούς νόμους με διαφορετικά συστήματα αμοιβών, διαφορετικές συνθέσεις ελάχιστου μισθού, διαφορετικά κοινωνικά δικαιώματα, διαφορετικές συλλογικές συμβάσεις κλπ. για τους διασυνοριακούς οδηγούς.
Τρίτον, η εφαρμογή της Οδηγίας περί Αποσπάσεων Εργαζομένων στις διεθνείς μεταφορές δεν διασφαλίζει μια πιο ισχυρή Ενιαία Αγορά.
Αντίθετα, δημιουργώντας ένα τεχνικό εμπόδιο στην παροχή υπηρεσιών, η πρόταση δυνητικά θα μπορούσε να μειώσει την ανάπτυξη στην ΕΕ, δεδομένου ότι κάτι τέτοιο θα σήμαινε την αύξηση του κόστος των διεθνών μεταφορών και κατά συνέπεια να οδηγήσει σε μείωση των διασυνοριακών συναλλαγών.
Κάτι τέτοιο θα αποδυνάμωνε την Eνιαία Aγορά και θα επηρέαζε αρνητικά τη συνολική οικονομική κατάσταση της ΕΕ αλλά και τα ποσοστά απασχόλησης της.
Τέλος, η εφαρμογή της Οδηγίας περί Αποσπάσεων Εργαζομένων μπορεί να γίνει αντιπαραγωγική, καθώς
1) θα οδηγήσει σε αύξηση των αυτοαπασχολούμενων οδηγών οι οποίοι δεν χρειάζεται να συμμορφώνονται με τους κανόνες αποσπάσεων, κάτι που θα οδηγήσει σε άνισο και ακόμα πιο δύσκολο ανταγωνισμό στην αγορά και
2) πιθανόν θα αυξηθεί η ίδρυση εταιρειών σε χώρες που δεν είναι Κράτη Μέλη της ΕΕ έτσι ώστε να παρακάμπτονται οι κανόνες αποσπάσεων ή και ακόμα να οδηγήσει ήδη υπάρχουσες μεταφορικές εταιρείες εκτός ΕΕ, αποδυναμώνοντας έτσι ένα μέρος της Ευρωπαϊκής αγοράς.
Για τους λόγους αυτούς, οι υπογράφοντες αυτή τη δήλωση αντιτίθενται στην εφαρμογή της οδηγίας για την απόσπαση εργαζομένων στις διεθνείς οδικές μεταφορές και, ως εκ τούτου, παροτρύνουν τα θεσμικά όργανα να τα αποκλείσουν ρητά από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας.”
Η επίσημη θέση της ΟΦΑΕ για τις ενδομεταφορές και την σχέση τους με την απόσπαση εργασίας είναι η εξής:
«Η Οδηγία περί Απόσπασης Εργαζομένων να εφαρμοστεί μόνο σε όλες τις ενδομεταφορές εμπορευμάτων και να εξαιρεθούν ρητώς οι διασυνοριακές μεταφορές.
Όταν εκτελούνται οι ενδομεταφορές εμπορευμάτων, η ξένη εταιρεία βρίσκεται σε άμεσο ανταγωνισμό με τις εθνικές εταιρείες στο Κράτος Μέλος υποδοχής».