Η αδήριτη ανάγκη της ανάπτυξης του ελληνικού μεταποιητικού τομέα, ώστε να εξέλθει η χώρα από την κρίση και να δημιουργηθούν οι συνθήκες βιώσιμης ανάπτυξης προκύπτει από έρευνα που διεξήγαγαν από κοινού το Κέντρο Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών του Πανελληνίου Συνδέσμου και το Κέντρο Ερευνών και Μελετών του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών.
Ο πρόεδρος της ΚΕΕ και του ΕΒΕΑ, Κωνσταντίνος Μίχαλος, επεσήμανε ότι η αύξηση που παρουσιάζει το τελευταίο διάστημα ο γενικός δείκτης κύκλου εργασιών στη βιομηχανία είναι ένα ενθαρρυντικό σημάδι ανάκαμψης.
Η χώρα όμως χρειάζεται περαιτέρω προσπάθειες προκειμένου να αυξηθεί η εγχώρια παραγωγή, αλλά και η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών βιομηχανικών προϊόντων. Η ελληνική βιομηχανία, αυτή τη στιγμή, δυστυχώς θεωρείται ένας σχετικά μικρός σε μέγεθος κλάδος στην ελληνική οικονομία όπου κυριαρχούν οι υπηρεσίες.
Ενδεικτικό είναι το γεγονός που προέκυψε από την προαναφερόμενη μελέτη ότι εάν από την παραγωγή αφαιρέσουμε τις εξαγωγές, η εγχώρια παραγωγή καλύπτει ποσοστό μόλις 26% της εγχώριας κατανάλωσης, ενώ το υπόλοιπο 74% ικανοποιείται από τις εισαγωγές.
Κατά συνέπεια η χώρα χρειάζεται μία νέα βιομηχανική πολιτική που εν κατακλείδι θα συμβάλει στη βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου και ταυτόχρονα θα παρέχει υψηλής ποιότητας προϊόντα σε ανταγωνιστικές τιμές και υψηλής εξειδίκευσης και πλήρους απασχόλησης θέσης εργασίας.
Από την πλευρά της, η πρόεδρος του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων, Χριστίνα Σακελλαρίδη, τόνισε ότι ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στην τόνωση της εγχώριας παραγωγής, στη μεταποίηση αγροτικών και βιομηχανικών προϊόντων μέσα από κίνητρα για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων και εκσυγχρονισμού των υφιστάμενων μεταποιητικών μονάδων.
Επεσήμανε επίσης ότι σύμφωνα με τα αποτελέσματα της προαναφερόμενης έρευνας, η επιβίωση του μεταποιητικού τομέα δείχνει να εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από τις εξαγωγές.
Τα συμπεράσματα της μελέτης του ΠΣΕ και του ΕΒΕΑ είναι τα ακόλουθα:
Στασιμότητα και στη συνέχεια δραστική μείωση σημειώνει ο κλάδος της ελληνικής μεταποίησης κατά τα τελευταία 20 χρόνια. Ειδικότερα, κατά την προ της οικονομικής κρίσης περίοδο, 1995 – 2007, ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής του δείκτη βιομηχανικής παραγωγής ήταν μόλις +0,6%, και από το 2008, έτος που σημειώθηκε η πρώτη ύφεση, έως και το 2013, ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής της βιομηχανικής παραγωγής ήταν -6,3%. Έτσι, σωρευτικά κατά την περίοδο 2008 – 2013, η βιομηχανική παραγωγή συρρικνώθηκε κατά -30,3%, και μόνο κατά τα έτη 2014 και 2015 αυξήθηκε κατά +1,8% και +1,9%, αντίστοιχα.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι κατά την περίοδο 1995 – 2015, η βιομηχανική παραγωγή υποχώρησε κατά -19,5%. Η παρούσα μελέτη βασίζεται στα πιο πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για την μεταποίηση (Διαρθρωτική Έρευνα: Βασικά οικονομικά μεγέθη ανά κλάδο Οικονομικής Δραστηριότητας στο σύνολο Χώρας για τις επιχειρήσεις της μεγάλης βιομηχανίας με μέση ετήσια απασχόληση άνω των 10 ατόμων).
Τα αναλυτικά αυτά στοιχεία καλύπτουν όλους τους κλάδους (24 κλάδοι σύμφωνα με την νεώτερη Κοινοτική ταξινόμηση, Αναθεώρηση 2 – NACE Revision 2) και παρέχουν αναλυτικά στοιχεία, όπως επενδύσεις, ακαθάριστη και προστιθέμενη αξία παραγωγής, απασχόληση, κλπ.
Τα στοιχεία αυτά καλύπτουν την περίοδο 1995 – 2013 και, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, αναμένεται το επόμενο έτος να δοθούν στη δημοσιότητα τα στοιχεία για τα έτη 2014 και 2015, που είναι σε στάδιο επεξεργασίας. Τα μόνα ετήσια δημοσιευμένα στοιχεία, έως και το έτος 2016, είναι τα στοιχεία εξαγωγών και εισαγωγών.
Αποτέλεσμα της συρρίκνωσης του μεταποιητικού τομέα είναι η δραστική μείωση των επενδύσεων, του αριθμού των μεταποιητικών επιχειρήσεων και του αριθμού των απασχολουμένων.
Οι επενδύσεις μετά από θεαματική αύξηση κατά την περίοδο 1995 – 2000, ακολουθούν πτωτική πορεία έως το 2005, και μετά από ανάκαμψη κατά έτη 2006, 2007 και 2008 (που οφείλεται στις επενδύσεις των κλάδων Πετρελαίου & Άνθρακα και Χημικών & Φαρμακευτικών Προϊόντων) συνεχίζουν την πτωτική τους πορεία με αποτέλεσμα οι επενδύσεις το 2013 να διαμορφωθούν στα επίπεδα του 1995.
Παράλληλα, οι μεταποιητικές επιχειρήσεις από 5.814 το 1995 περιορίστηκαν σε 2.845 το 2013 και χάθηκαν 82.090 θέσεις εργασίας (1995: 250.437 απασχολούμενοι, 2013: 168.347 απασχολούμενοι).
Πτωτική πορεία παρουσιάζει και η ακαθάριστη αξία παραγωγής της μεταποίησης. Μετά από συνεχή αύξηση κατά την περίοδο 1995 – 2008 με μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής +6,9% και αξία παραγωγής ύψους 46 δις € το 2008, περιορίστηκε σε 42,3 δις € το 2013, δηλαδή σωρευτική μείωση κατά -8,1%.
Σημαντική μείωση σημείωσε και η προστιθέμενη αξία παραγωγής της μεταποίησης. Κατά την περίοδο 1995 – 2004, η προστιθέμενη αξία αποτελούσε περίπου το 36% – 40% της ακαθάριστης αξίας παραγωγής. Από το 2005 το ποσοστό αυτό μειώνεται συνεχώς και περιορίστηκε σε 22% και 23% κατά τα έτη 2012 και 2013, αντίστοιχα.
Οι εξαγωγές είναι η µόνη λύση για την επιβίωση των µεταποιητικών επιχειρήσεων και ειδικότερα για την περίοδο που η χώρα µας µαστίζεται από την οικονοµική κρίση και η εσωτερική κατανάλωση συνεχώς συρρικνώνεται. Μετά από συνεχή αύξηση των εξαγωγών κατά την περίοδο 1995 – 2008 µε µέσο ετήσιο ρυθµό µεταβολής +6,4%, ακολουθεί µείωση κατά -17,5% το 2009 λόγω της διεθνούς κρίσης.
Έκτοτε, οι εξαγωγές µεταβάλλονται µε θετικό ρυθµό σηµειώνοντας σωρευτική αύξηση +44,4% στην περίοδο 2009 – 2016. Εάν εξαιρεθούν τα πετρελαιοειδή, που οι τιµές τους έχουν συρρικνωθεί τα τελευταία έτη, η εικόνα είναι ακόµα καλύτερη.
Συγκεκριµένα, κατά την περίοδο 2013 (αρχή της πτώσης της τιµής του πετρελαίου) έως το 2016, οι συνολικές εξαγωγές µειώθηκαν κατά -8,1%, ενώ οι εξαγωγές των λοιπών κλάδων, εκτός πετρελαιοειδών, αυξήθηκαν κατά +11,7%.