Την αισιοδοξία του για την εξεύρεση συμφωνίας με τους εργαζομένους στις αστικές συγκοινωνίες για την ΣΣΕ εξέφρασε, σε σημερινή ραδιοφωνική συνέντευξη, ο υφυπουργός Μεταφορών Γιάννης Κεφαλογιάννης.
«Είμαστε σε μια διαδικασία διαπραγμάτευσης με τους υπόλοιπους εργαζόμενους που αφορά κυρίως στον ΟΑΣΑ, γιατί είδαμε τις προηγούμενες ημέρες στάσεις εργασίας στο Μετρό, στα λεωφορεία, στο Τραμ.
Αυτή τη στιγμή φαίνεται πως βρίσκεται μια λύση ώστε να έχουμε μια θετική κατάληξη. Δεν υπάρχει κάτι συγκεκριμένο ακόμη, αλλά είναι βούληση της κυβέρνησης να κλείσει το ζήτημα», ανέφερε αρχικά ο κ. Κεφαλογιάννης.
«Βασική αρχή, τόσο του κ. Καραμανλή, όσο και δική μου είναι το συγκεκριμένο θέμα να πάει προς μια ευτυχή κατάληξη, γιατί θεωρούμε ότι τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς είναι ένας κρίσιμος τομέας και πρέπει να υπάρχει εργασιακή ειρήνη.
Προσπαθούμε να βρούμε μια λύση τέτοια που να ικανοποιεί όλες τις πλευρές, πιστεύω ότι είμαστε σε έναν καλό δρόμο και το επόμενο διάστημα θα είμαστε σε θέση να ανακοινώσουμε συγκεκριμένα πράγματα», υπογράμμισε.
Σχετικά με την εκτέλεση του συγκοινωνιακού έργου, ο υφυπουργός Μεταφορών τόνισε ότι «υπάρχουν τα πρώτα θετικά δείγματα από τον Αύγουστο μέχρι σήμερα και βλέπουμε περισσότερα λεωφορεία στους δρόμους.
Λόγω της αβελτηρίας των προηγούμενων χρόνων δεν μπορούν να υπάρχουν μαγικές λύσεις.
Στη Θεσσαλονίκη, όταν ξεκινήσαμε ήταν στους δρόμους 213 λεωφορεία και καταφέραμε σε περίπου έναν μήνα να φτάσουμε τα 320. Αυτό σε ένα συνδυασμό με τη συμφωνία του ΟΑΣΘ με τα ΚΤΕΛ υπολογίζουμε να ξεπεράσει τα 400 λεωφορεία, που σε μεγάλο βαθμό καλύπτει τη συγκοινωνία της Θεσσαλονίκης. Θυμίζω ότι η πόλη δεν έχει άλλο μέσο αυτή τη στιγμή.
Στην Αθήνα, από τα 1.700 λεωφορεία που υπήρχαν όταν ξεκινήσαμε τη διαδικασία εξορθολογισμού αποδείχτηκε πως ήταν στους δρόμους 850 λεωφορεία, πολύ λιγότερα από τις αρχικές προβλέψεις. Σήμερα καταφέραμε να είναι σε δρομολόγια περίπου 1.050 με 1.100, δηλαδή γύρω στα 200 λεωφορεία παραπάνω από τον Σεπτέμβριο».
Στη συνέχεια, συμπλήρωσε ότι «υπάρχει πολύ οξυμένο πρόβλημα έλλειψης οδηγών. Φέραμε περίπου 50 άτομα που ήταν αποσπασμένοι σε κόμματα και βουλευτές που δεν εξελέγησαν και κανείς δεν τους είχε αναζητήσει.
Επιπλέον, υπάρχει μια δεξαμενή περίπου 500 οδηγών οι οποίοι για διάφορους λόγους υγείας είχαν βρεθεί εκτός οδηγικής υπηρεσίας, σε κάποιες άλλες θέσεις. Προχωράμε σε μια διαδικασία δευτεροβάθμιου υγειονομικού ελέγχου ώστε να δούμε αυτά τα προβλήματα και πως μπορούμε να τα επιλύσουμε. Συνδυαστικά αυτά μας έχουν αποδώσει παραπάνω 200 λεωφορεία το τελευταίο δίμηνο.
Σε κάθε περίπτωση θα κοιτάξουμε σε συνεργασία με τη διοίκηση του ΟΑΣΑ να δούμε που υπάρχουν τα κενά και να κάνουμε ένα πρόγραμμα εξορθολογισμού, όσον αφορά στο προσωπικό, για να τα καλύψουμε.
Επιπλέον, όπως έχει πει και ο υπουργός, θέλουμε το επόμενο εξάμηνο να έχει βγει στον αέρα ο διαγωνισμός για την αντικατάσταση του στόλου ώστε σε περίπου 18 μήνες από τώρα να παραλαμβάνουμε λεωφορεία».
Για το μετρό, ο υφυπουργός Μεταφορών υπογράμμισε ότι «όσον αφορά στο Μετρό, με τον υπουργό τον κ. Καραμανλή από τις πρώτες επισκέψεις που κάναμε ήταν να πάμε στο Μετρό.
Υπήρχαν καθυστερήσεις με συχνότητα στα δρομολόγια στα 8 με 9 λεπτά που έφθανε τα 15 λεπτά αν υπήρχε πρόβλημα. Δυστυχώς, μια σειρά από συρμούς βρίσκεται εκτός λειτουργίας λόγω μη συντήρησης ή και κακής συντήρησης.
Έχουν πέσει στο μισό οι καθυστερήσεις το τελευταίο δίμηνο, αλλά έχουμε ακόμη δρόμο για να φθάσουμε στο επίπεδο οι πολίτες της Αθήνας να απολαμβάνουν τις υπηρεσίες που δικαιούνται.»
Για το Μετρό Θεσσαλονίκης, υπογράμμισε ότι «στη Θεσσαλονίκη θα προχωρήσουμε με βάση τα όσα εξήγγειλε ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ, που είναι και η μόνη πρακτική λύση για να γίνει και γρήγορα και με πιο οικονομικό τρόπο η παράδοση του Μετρό Θεσσαλονίκης. Όσα ακούγονται δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
Δεν υπάρχει καμία μελέτη που να επιβεβαιώνει την αντίθετη λύση που είχε ακολουθήσει η προηγούμενη διοίκηση του Μετρό Θεσσαλονίκης. Και μάλιστα πολλές φορές κι εγώ και ο κ. Καραμανλής έχουμε προκαλέσει την προηγούμενη διοίκηση να μας παραδώσει αυτή τη μελέτη που, όπως φαίνεται δεν υπάρχει.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα ακολουθηθεί η ίδια διαδικασία που είχε ακολουθηθεί στην Αθήνα, που είναι απόλυτα ασφαλής για τα αρχαία.
Είναι μια λύση που θα κοστίσει λιγότερο στον Έλληνα φορολογούμενο και θα προχωρήσουμε σε μια παράδοση, συνολικά, του έργου».