Για τη σημασία της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας τόσο για την εγχώρια οικονομία, όσο και για την τοπική ανάπτυξη της πόλης του Πειραιά μίλησε, σε ημερίδα της Ένωσης Νέων Αυτοδιοικητικών Ελλάδος, με θέμα «Η συνεισφορά της ελληνικής ναυτιλίας στις τοπικές κοινωνίες», ο Βασίλης Κορκίδης, πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς (ΕΒΕΠ).
Κατά τη διάρκεια της ομιλίας του ο κ. Κορκίδης σημείωσε τα εξής: «Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός πως, στην κορυφή του κόσμου βρίσκεται σταθερά η ελληνική ναυτιλία. Ο ελληνόκτητος στόλος αποτιμάται στα 99,82 δισ. δολ., καταλαμβάνοντας την πρώτη θέση στον κόσμο.
Κεντρικό ρόλο στην παγκόσμια ναυτιλιακή σκακιέρα συνεχίζει να παίζει η ναυτιλιακή βιομηχανία της χώρας μας, καθώς η Ελλάδα είναι πρώτη δύναμη στα bulkers και στα δεξαμενόπλοια, δεύτερη στα πλοία μεταφοράς LNG (υγροποιημένου φυσικού αερίου), τρίτη στα πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων και τέταρτη στα πλοία μεταφοράς υγραερίου (LPG).
Πενήντα Έλληνες εφοπλιστές, μεταξύ των οποίων, βεβαίως, σε περίοπτη θέση και ο Βαγγέλης Μαρινάκης, ο οποίος τιμάται σήμερα και για τη σημαντική συνεισφορά του στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και τον Δήμο Πειραιά, αποτελούν, σύμφωνα με τη “Vessels Value”, τους εφοπλιστές με τη μεγαλύτερη αξία στόλου.
Η ελληνική εμπορική ναυτιλία, συντηρεί στο λιμάνι του Πειραιά, περίπου 1.400 εταιρείες, οπότε διαδραματίζει πλέον σημαντικό ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας, προσφέροντας ταυτόχρονα σημαντικό αριθμό θέσεων εργασίας.
Το αυξημένο ενδιαφέρον νέων επενδύσεων στον Πειραιά οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στην δυναμική της ελληνικής ναυτιλίας και το επιβλητικό μέγεθος του ελληνόκτητου στόλου, ο οποίος ελέγχει τα περισσότερα πλοία και διαθέτει την μεγαλύτερη χωρητικότητα μεταφοράς φορτίου παγκοσμίως (σχεδόν το 20% του παγκόσμιου στόλου σε DWT).
Η Ελλάδα, κατέχοντας την πρώτη θέση στην εμπορική ναυτιλία παγκοσμίως, με 4.727 πλοία χωρητικότητας DW 365 εκατομμυρίων τόνων, προσελκύει ναυπηγεία, κατασκευαστές ναυτιλιακού εξοπλισμού, επενδυτές και άλλες ναυτιλιακές υπηρεσίες, με απώτερο στόχο την ανάπτυξη.
Την ίδια στιγμή, ο μεγάλος αριθμός ελληνικών παραγγελιών για ναυπηγήσεις πλοίων συνεχίζει να προσελκύει το ενδιαφέρον της παγκόσμιας ναυτιλιακής βιομηχανίας, ενώ ενεργοποιεί και αυξάνει τη ναυπηγοεπισκευή, τόσο στη ζώνη του Περάματος, όσο και στην Ελευσίνα, τη Σύρο και τη Χαλκίδα.
Πολλοί, θεωρούν, κατά τη γνώμη μου, αφελώς, τον κλάδο της ναυτιλίας, κάτι, που δεν τους αφορά, αν δεν εμπλέκονται άμεσα οι ίδιοι. Το χειρότερο δε είναι πως, θεωρούν ότι από την ύπαρξη της ελληνικής ναυτιλίας επωφελούνται μόνο οι εφοπλιστές. Αρκετοί, είναι αυτοί, που δεν κατανοούν τον βαρύνοντα ρόλο της στην σύγχρονη οικονομία. Δυστυχώς, προσεγγίζουν την ελληνική ναυτιλία με έναν άκρως επιφανειακό και εντελώς πρόχειρο τρόπο αποδεχόμενοι απλοϊκούς μύθους.
Η ελληνική ναυτιλία είναι ταυτόσημη με τα πλοία, αλλά κυρίως είναι οι άνθρωποι που τα διαχειρίζονται και στη στεριά και στη θάλασσα. Είναι οι άνθρωποι, που κατασκευάζουν πλοία, δημιουργούν και διοικούν εμπορικούς στόλους στη στεριά και οι άνθρωποι που τα ταξιδεύουν στις θάλασσες. Χωρίς τους πρώτους, δεν θα υπήρχαν η κατασκευή, οι τεχνολογίες, οι σχεδιασμοί και η διοίκηση των εμπορικών στόλων. Χωρίς τους δεύτερους, δεν θα γίνονταν οι μεταφορές της θάλασσας. Όλοι μαζί συγκροτούν έναν τεράστιο διεθνή οικονομικό κλάδο, που επηρεάζει πλήρως το παγκόσμιο εμπόριο και την παγκόσμια οικονομία.
Όσοι νομίζουν πως, αν χαθούν π.χ. τα ελληνόκτητα πλοία θα καταστραφούν μόνο οι εφοπλιστές πλανώνται «πλάνη οικτρά». Θα καταστραφεί το ελληνικό Α.Ε.Π. γύρω στα 12-15 δισ. δολάρια ετησίως! Πρόκειται για χρήματα που προέρχονται από τη ναυτιλία και εισέρχονται ή ανακυκλώνονται στην ελληνική οικονομία! Σήμερα, γύρω στους 250 χιλιάδες Έλληνες ζουν από τη ναυτιλία και τα επαγγέλματα, που διαμορφώνονται γύρω από αυτήν. Όλοι αυτοί θα βρεθούν στον «αέρα» συμπαρασύροντας στον κατήφορο αρκετές ακόμα εκατοντάδες χιλιάδες εργαζομένων, που ζουν από τη συνεισφορά όλων αυτών στην ελληνική οικονομία.
Η ελληνική εμπορική ναυτιλία δεν υπάρχει μόνη της, αλλά συναγωνίζεται διεθνώς με άλλα 200 κράτη. Δεν ανταγωνίζεται στο εσωτερικό της χώρας σε ένα παρεμβατικό και ιδιόρρυθμα ελεγχόμενο οικονομικό περιβάλλον, όπου έχουν λόγο από δήμαρχοι μέχρι βουλευτές και υπουργοί και από λιμενάρχες μέχρι λιμενεργάτες. Αντιθέτως, το 85% της εμπορικής ναυτιλίας κινείται σε ένα άκρως διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον και σε μία άκρως εξειδικευμένη και τεχνολογικά προηγμένη αγορά, λειτουργώντας μέσα σε πολύπλοκες οικονομικές συνθήκες και διαφορετικά νομικά καθεστώτα.
Οι Έλληνες πλοιοκτήτες και τα επιτελικά στελέχη τους -με βάση τις διεθνείς μελέτες που υπάρχουν- έχουν καταφέρει, παρά τον αυξημένο ανταγωνισμό από μεγάλες και αναδυόμενες οικονομικές δυνάμεις, όπως π.χ. η Κίνα – να πρωτεύσουν στο «μέγα της θαλάσσης κράτος», όπως αποκάλεσε το ναυτικό ο Θεμιστοκλής. Με βάση δε τις μελέτες που υπάρχουν, το μέλλον τους προβλέπεται ιδιαίτερα πρόσφορο για τα επόμενα χρόνια.
Ο Πειραιάς, εδώ και 200 χρόνια, συνδέθηκε και ακόμα συνδέεται στενά με τη ναυτιλία. Όπου και να κοιτάξουμε γύρω μας βλέπουμε έργα και παρακαταθήκες αυτής της μακράς διαδρομής. Ακόμα και σήμερα, υπάρχουν δεκάδες σημαντικές ναυτιλιακές εταιρείες όλων των μεγεθών, που συμβάλλουν εμμέσως πλην σαφώς στην οικονομία της πόλης με πολλούς τρόπους (ναυτικούς, εργαζόμενους σε γραφεία, νομικούς, ναυλομεσίτες κ.λπ.). Υπολογίζεται πως, σήμερα υπάρχουν περίπου 650 ναυτιλιακά γραφεία, ενώ υπάρχουν άλλες 800 περίπου εταιρείες (νομικοί, τροφοδότες, ναυπηγοεπισκευαστές, τεχνικοί, ναυλομεσίτες κ.λπ.) που έχουν σχέση με τη ναυτιλία γύρω τους.
Για τη συνολική συνεισφορά της ελληνικής ναυτιλίας στο ελληνικό Α.Ε.Π. και την ελληνική κοινωνία είναι επιτέλους καιρός, σε αυτό τον τόπο, να πάψουμε να μιλάμε με συνθήματα και μύθους και να μιλήσουμε με στοιχεία, που δεν αμφισβητούνται».