Λόγω της καθυστέρησής της να προβεί στην ελευθέρωση του τομέα των λιμενικών υπηρεσιών διακίνησης εμπορευμάτων, η Iσπανία υποχρεούται να καταβάλει κατ’ αποκοπήν ποσό ύψους τριών εκατομμυρίων ευρώ.
Το Δικαστήριο είχε διαπιστώσει για πρώτη φορά την παράβαση της Ισπανίας με απόφαση του 2014.
Ειδικότερα, με απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2014[1] το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Ισπανία είχε παραβεί τις υποχρεώσεις που υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, από την αρχή της ελευθερίας εγκατάστασης.
Η τότε ισχύουσα ισπανική νομοθεσία υποχρέωνε τις επιχειρήσεις άλλων κρατών μελών που επιθυμούσαν να ασκήσουν τη δραστηριότητα της διακίνησης εμπορευμάτων στους ισπανικούς λιμένες γενικού συμφέροντος, αφενός, να εγγράφονται σε ανώνυμη εταιρία διαχείρισης λιμενεργατών και, ενδεχομένως, να συμμετέχουν στο κεφάλαιό της και, αφετέρου, να προσλαμβάνουν κατά προτεραιότητα εργάτες που έθετε στη διάθεσή τους η εν λόγω εταιρία, εκ των οποίων ένας ελάχιστος αριθμός προσλαμβανόταν με καθεστώς μονιμότητας.
Το 2016 η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι, κατά την εκπνοή της ταχθείσας προθεσμίας στις 20 Σεπτεμβρίου 2015, η Ισπανία δεν είχε ακόμη λάβει τα αναγκαία μέτρα για τη συμμόρφωσή της με την απόφαση του 2014, αποφάσισε να ασκήσει ενώπιον του Δικαστηρίου δεύτερη προσφυγή λόγω παραβάσεως κατά της συγκεκριμένης χώρας προκειμένου να ζητήσει την επιβολή χρηματικών κυρώσεων[2].
Στις 12 Μαΐου 2017 η Ισπανία εξέδωσε νέα κανονιστική ρύθμιση, με ισχύ από τις 14 Μαΐου 2017, με την οποία τροποποίησε το καθεστώς των εργαζομένων όσον αφορά την παροχή λιμενικών υπηρεσιών διακίνησης εμπορευμάτων.
Η Επιτροπή έκρινε ότι, κατόπιν τούτου, η Ισπανία είχε λάβει πλέον όλα τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση της απόφασης του 2014. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή ενέμεινε μεν στην προσφυγή της όσον αφορά την επιβολή κατ’ αποκοπήν ποσού και το ύψος αυτού, παραιτήθηκε όμως του αιτήματός της για επιβολή χρηματικής ποινής.
Με τη σημερινή απόφασή του το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, κατά την εκπνοή της ταχθείσας από την Επιτροπή προθεσμίας, η Ισπανία δεν είχε λάβει τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση της απόφασης του 2014.
Το Δικαστήριο εκτιμά ότι, μολονότι η Ισπανία επέδειξε καλή πίστη, μεταξύ άλλων, συνεργαζόμενη στενά με την Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας που προηγήθηκε της άσκησης της προσφυγής, η παράβαση που της προσάπτεται συνεχίσθηκε για σημαντικό χρονικό διάστημα, καθώς από την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης του 2014 έως την έναρξη ισχύος της νέας κανονιστικής ρύθμισης με την οποία η εθνική νομοθεσία ευθυγραμμίστηκε με το διατακτικό της απόφασης αυτής μεσολάβησαν 29 μήνες.
Το Δικαστήριο εκτιμά εξάλλου ότι η παράβαση πρέπει να θεωρηθεί σοβαρή, δεδομένου ότι θίγει την ελευθερία εγκατάστασης η οποία συνιστά μία από τις θεμελιώδεις αρχές της εσωτερικής αγοράς.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να υποχρεώσει την Ισπανία να καταβάλει στον προϋπολογισμό της Ένωσης κατ’ αποκοπήν ποσό ύψους τριών εκατομμυρίων ευρώ.
ΥΠΟΜΝΗΣΗ: Η προσφυγή λόγω παραβάσεως, στρεφόμενη κατά κράτους μέλους το οποίο παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης, μπορεί να ασκηθεί από την Επιτροπή ή από άλλο κράτος μέλος. Αν το Δικαστήριο διαπιστώσει την ύπαρξη παραβάσεως, το καθού κράτος μέλος πρέπει να συμμορφωθεί με την απόφαση το συντομότερο.
Όταν η Επιτροπή θεωρεί ότι το κράτος μέλος δεν συμμορφώθηκε με την απόφαση, μπορεί να ασκήσει νέα προσφυγή, ζητώντας την επιβολή χρηματικών κυρώσεων. Πάντως, σε περίπτωση μη ανακοινώσεως στην Επιτροπή των μέτρων για τη μεταφορά μιας οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, το Δικαστήριο μπορεί, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, να επιβάλει κυρώσεις με την πρώτη του απόφαση.
[1] Απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Δεκεμβρίου 2014, Επιτροπή κατά Ισπανίας (C-576/13).
[2] Αρχικώς η Επιτροπή ζητούσε: 1) την επιβολή χρηματικής κύρωσης ύψους 134 107,2 ευρώ ανά ημέρα καθυστέρησης, από την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης στην παρούσα υπόθεση έως την ημερομηνία εκτέλεσης της απόφασης του 2014 και 2) την επιβολή κατ’ αποκοπήν ποσού το ύψος του οποίου θα προέκυπτε από τον πολλαπλασιασμό ποσού ύψους 27 552 ευρώ επί τον αριθμό των ημερών καθυστέρησης από την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης του 2014 έως την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης στην παρούσα υπόθεση ή έως την ημερομηνία λήψης των αναγκαίων μέτρων για την εκτέλεση της απόφασης του 2014 (στην περίπτωση κατά την οποία τα μέτρα αυτά θα λαμβάνονταν νωρίτερα).