Θα υπάρξει ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας το 2017, ηπιότερη όμως της αναμενόμενης, σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ που παρουσιάστηκαν σήμερα.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2017 θα διαμορφωθεί περίπου στο 1,5%, ίσως και λίγο χαμηλότερα. Η πρόβλεψη αυτή προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία αφού είναι περισσότερο από μία μονάδα κάτω από τον στόχο του προϋπολογισμού για 2,7%.
Μάλιστα, η εκτίμηση του Ινστιτούτου είναι πολύ κοντά σ’ εκείνες άλλων φορέων στην Ελλάδα και το εξωτερικό που ρίχνουν τον πήχη της ανάπτυξης στα επίπεδα του 1% με 1,5%. Κάτι που ενδεχομένως να ανοίξει τρύπα στον προϋπολογισμό και να απαιτηθούν νέα μέτρα.
Το ΙΟΒΕ εκτιμά, επίσης, νέα πτώση της ανεργίας το τρέχον έτος, μικρότερης έκτασης από την περυσινή.
Ειδικότερα, κατόπιν της νέας υποχώρησης της ανεργίας στο τελευταίο τρίμηνο του 2016, αυτή διαμορφώθηκε στο σύνολό του στο 23,5% του εργατικού δυναμικού, 1,4 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από ό,τι στο προηγούμενο έτος. Το μέσο ποσοστό ανεργίας πέρυσι ήταν το μικρότερο της τελευταίας πενταετίας.
Η ανεργία θα περιοριστεί εκ νέου το 2017, για τέταρτο συνεχόμενο έτος. Όμως η κάμψη της, σύμφωνα πάντα με το ΙΟΒΕ, θα είναι λίγο μικρότερη από πέρυσι, λίγο μεγαλύτερη από μια ποσοστιαία μονάδα (22,2%).
Επίσης, εκτιμά αύξηση τιμών κυρίως από άνοδο τιμής πετρελαίου και έμμεσους φόρους το 2017. Στο πρώτο τρίμηνο του 2017 ο γενικός δείκτης Τιμών Καταναλωτή αυξήθηκε για πρώτη φορά έπειτα από σχεδόν τέσσερα έτη, κατά 1,4%, ενώ ένα χρόνο νωρίτερα υποχωρούσε, κατά 0,9%.
Όπως αναφέρεται στην τριμηνιαία έκθεση του ΙΟΒΕ, η πρόοδος στις διαπραγματεύσεις για τη δεύτερη αξιολόγηση υλοποίησης του τρίτου Μνημονίου παραμένει στο επίκεντρο των πολιτικοοικονομικών εξελίξεων εγχωρίως και στο αρχικό τετράμηνο του 2017.
Η διαδικασία της αξιολόγησης είναι για ακόμα μια φορά παρατεταμένη, γεγονός που έχει τις συνέπειες που είχε και στο παρελθόν, όπως η όξυνση της αβεβαιότητας εγχωρίως και διεθνώς για το αποτέλεσμά της, η αναβολή αποφάσεων από τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις έως ότου οριστικοποιηθούν τα νέα δημοσιονομικά μέτρα και οι μεταρρυθμίσεις, καταστάσεις με αρνητικές επενέργειες στην οικονομική δραστηριότητα, αναφέρει το ΙΟΒΕ.
Ωστόσο, καθώς τα νέα δημοσιονομικά μέτρα θα αφορούν στη διετία 2019 – 2020, όπως αποφασίστηκε στo Eurogroup της 7ης Απριλίου, δεν θα προκύψουν πρόσθετες επιβαρύνσεις για το 2017, αναφέρει το ΙΟΒΕ και επισημαίνει ότι οι επιδράσεις στο προσεχές χρονικό διάστημα από τις πολιτικές οι οποίες θα αποφασιστούν στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης, αναμένεται να προέλθουν από τις διαρθρωτικές αλλαγές.
Οι πλέον σημαντικές θα αφορούν στην αγορά εργασίας (συλλογικές διαπραγματεύσεις, ομαδικές απολύσεις), οι οποίες προς το παρόν δεν έχουν οριστικοποιηθεί.
Σημαντικές θεωρούνται σύμφωνα με το ΙΟΒΕ και οι μεταρρυθμίσεις στο ρυθμιστικό πλαίσιο για την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας σε τρεις τομείς (τρόφιμα – ποτά, τουριστικά καταλύματα, καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος – θέατρα – κινηματογράφοι), στον πτωχευτικό κώδικα, ο νέος χωρικός σχεδιασμός, οι οποίες ήδη έχουν νομοθετηθεί.
Οι ευνοϊκές επιδράσεις τους θα γίνουν αισθητές εφόσον ομαλοποιηθεί το πολιτικοοικονομικό περιβάλλον, εξέλιξη η οποία συσχετίζεται κυρίως με την εφαρμογή του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής και των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους, αναφέρει το ΙΟΒΕ.
Η πλέον σημαντική αρνητική επενέργεια των παρατεταμένων διαπραγματεύσεων, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, είναι η αναβολή της απόφασης σχετικά με την ένταξη ή όχι της Ελλάδας στο μηχανισμό ποσοτικής χαλάρωσης (Q-E) της Ευρωπαϊκής Τράπεζας (ΕΚΤ), το οποίο έχει παραταθεί έως το τέλος του 2017.
Όπως έχει επισημανθεί σε προηγούμενες τριμηνιαίες εκθέσεις του ΙΟΒΕ, μια ένταξη της Ελλάδας στο μηχανισμό ποσοτικής χαλάρωσης θα ενισχύσει τη ρευστότητα των τραπεζών και θα τονώσει την εμπιστοσύνη στην ευρωστία τους.
Προς το παρόν, κυρίως λόγω της αβεβαιότητας που προξενεί η πολύμηνη διαπραγματευτική διαδικασία, σημειώνεται νέα εκροή καταθέσεων, παρά τους συνεχιζόμενους περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων.
Στο τέλος του περασμένου Φεβρουαρίου, οι καταθέσεις επιχειρήσεων και νοικοκυριών έφθαναν τα 119,1 δισεκ. ευρώ, επίπεδο που είναι το χαμηλότερο από τον Οκτώβριο του 2001.Την επιφυλακτικότητα των καταθετών συντηρεί και η αναμονή των δυνατοτήτων διευθέτησης των “κόκκινων” δανείων, συμπεριλαμβανομένου του εξωδικαστικού συμβιβασμού, αναφέρει το ΙΟΒΕ.
Οι πιέσεις στη διαθεσιμότητα κεφαλαίων του τραπεζικού συστήματος έχουν οδηγήσει σε κλιμάκωση της πιστωτικής συρρίκνωσης στο πρώτο δίμηνο του τρέχοντος έτους. Εφόσον ολοκληρωθεί επιτυχώς η αξιολόγηση και λάβουν χώρα θετικές εξελίξεις για τον τραπεζικό τομέα (Q-E, καινούργιες διοικήσεις), προβλέπεται ότι η επιστροφή των καταθέσεων θα είναι σταδιακή, με αργό ρυθμό.
Καθώς δεν αναμένεται σημαντική αύξηση των καταθέσεων, σε περίπτωση ένταξης στην ποσοτική χαλάρωση τα οποία οφέλη μάλλον θα αξιοποιηθούν κυρίως για την ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, ενόψει και του επόμενου τακτικού πανευρωπαϊκού stress test από την ΕΚΤ τον Ιανουάριο του 2018, επισημαίνεται επίσης στην έκθεση.
Αναφορικά με την ιδιωτική κατανάλωση κατά το τρέχον έτος σύμφωνα με το ΙΟΒΕ αναμένεται να είναι η ήπια αύξησή της, κατά 1,2%.
Στο πεδίο των επενδύσεων, μεγαλύτερο πρόσκομμα στην υλοποίησή τους θα αποτελέσει για ακόμα ένα έτος η στενότητα πηγών χρηματοδότησης, τόσο από τον ιδιωτικό όσο και από το δημόσιο τομέα. Η διεύρυνση των σχετικών επιλογών συνδέεται κυρίως με την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, η οποία θα επιτρέψει την εξέταση της ένταξης στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Υπό τις ποικίλες επιδράσεις των παραγόντων οι οποίοι επηρεάζουν τις επενδύσεις, κυρίως από επενδύσεις σε μεταποιητικούς κλάδους και στον Τουρισμό και από το θετικό τεχνικό αποτέλεσμα της μεταβολής των αποθεμάτων, αυτές αναμένεται να διευρυνθούν φέτος, κατά 10 με 12%.
Επίσης το ΙΟΒΕ εκτιμά ότι η ισχυρή ανοδική δυναμική των εξαγωγών υπηρεσιών αναμένεται να οδηγήσει σε αύξηση το σύνολο των εξαγωγών, κατά 5%- -5,5%.