Συρρίκνωση του ελληνικού ΑΕΠ κατά 1% «βλέπει», για εφέτος, το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), στην τριμηνιαία έκθεσή του για την πορεία της οικονομίας.
Σύμφωνα με την ανάλυση του ΙΟΒΕ, τα νέα μέτρα, τα οποία λήφθηκαν στο πλαίσιο της πρώτης αξιολόγησης, αναμένεται να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην ιδιωτική κατανάλωση και ακολούθως, στην απασχόληση κλάδων προϊόντων – υπηρεσιών για τον τελικό καταναλωτή.
Από την έρευνα, προκύπτει ότι ένα από τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική οικονομία, είναι η ανεπάρκεια των εγχωρίων αποταμιεύσεων για τη στήριξη ενός επενδυτικού προγράμματος, το οποίο θα εξασφαλίζει ικανοποιητικούς ρυθμούς ανόδου και παράλληλα, θα ικανοποιεί τους φιλόδοξους δημοσιονομικούς στόχους που έχουν τεθεί στο πρόγραμμα προσαρμογής που ακολουθείται.
Το πρόβλημα – σύμφωνα με το ΙΟΒΕ – επιτείνει η αδυναμία του τραπεζικού συστήματος να διαδραματίσει τον διαμεσολαβητικό του ρόλο και να ενισχύσει τη διαδικασία μετατροπής αποταμιεύσεων σε επενδύσεις.
Η εισροή πόρων από το εξωτερικό είναι απαραίτητη προϋπόθεση και ουσιαστικά η μόνη λύση για την αναπτυξιακή πορεία της χώρας και την οριστική της έξοδο από την κρίση.
Επομένως – προστίθεται στην ανάλυση – εκείνο που απαιτείται τώρα είναι η ενίσχυση της αξιοπιστίας της χώρας, ώστε να καταστεί ένας ασφαλής επενδυτικός προορισμός και να προσελκυστούν οι απαραίτητοι πόροι.
Η παραχώρηση των μετοχών του ΟΛΠ στην COSCO και στη συνέχεια η ανάπτυξη του λιμένα Πειραιώς μπορεί να διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση, στέλνοντας ένα ισχυρό σήμα στις διεθνείς αγορές ότι η Ελλάδα είναι ένας ασφαλής και ελκυστικός επενδυτικός πόλος.
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ άλλωστε, η ανάπτυξη του λιμένα Πειραιώς και η δημιουργία ενός κέντρου διεθνούς εμβέλειας για το διαμετακομιστικό εμπόριο, αλλά και για τον τουρισμό και την κρουαζιέρα, αναμένεται να έχει πολλαπλές θετικές επιδράσεις στην εγχώρια οικονομία και στην κοινωνία μέσω των άμεσων επενδυτικών επιδράσεων, των συνεργειών, καθώς και των λοιπών καθετοποιημένων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που θα αναπτυχθούν.
Η ύφεση στην ελληνική οικονομία συνεχίστηκε για τρίτο τρίμηνο στην περίοδο Ιανουαρίου – Μαρτίου φέτος και κλιμακώθηκε, φθάνοντας το 1,4%, έναντι υποχώρησης του ΑΕΠ κατά 0,9% στο αμέσως προηγούμενο τρίμηνο και ήπιας ανόδου του στο πρώτο τρίμηνο πέρυσι (+0,4%).
Σε ότι αφορά τις τάσεις στις επιμέρους συνιστώσες του ΑΕΠ κατά το αρχικό τρίμηνο του 2016, η εγχώρια κατανάλωση ήταν 1,3% χαμηλότερη έναντι του ίδιου τριμήνου του 2015, κατά το οποίο διευρύνθηκε οριακά (+0,3%). Η κάμψη των καταναλωτικών δαπανών ήταν παραπλήσιας έκτασης στα νοικοκυριά και το δημόσιο τομέα (-1,3% και -1,5% αντίστοιχα), όπως και η μικρή αύξησή τους πέρυσι (0,7% και 0,4%).
Εξαγωγές
Οι εξαγωγές περιορίστηκαν για πρώτη φορά, στο τρίμηνο Ιανουαρίου – Μαρτίου, από το 2010, κατά 11,3%, κάμψη που ήταν η μεγαλύτερη ανεξαρτήτως τριμήνου μετά το 2009 και τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση, όταν στο πρώτο τρίμηνο του 2015 είχαν διευρυνθεί κατά 3,7%.
Η συρρίκνωση των εξαγωγών προήλθε αποκλειστικά από την έντονη υποχώρηση των εξαγωγών υπηρεσιών, η οποία κυμαίνεται σταθερά μεταξύ 22% και 24% από το τρίτο περυσινό τρίμηνο, εξαιτίας της επίπτωσης των capital controls κυρίως στην παροχή διεθνών μεταφορικών υπηρεσιών (44,9% στο α’ τρίμηνο φέτος, σε τρέχουσες τιμές).
Οι εξαγωγές αγαθών διευρύνθηκαν κατά 1,7%, ωστόσο πριν ένα έτος η άνοδός τους ήταν της τάξης του 5,7%.