Ο υψηλός φορολογικός συντελεστής επί των εταιρικών κερδών, η πρακτική των φορολογικών ελέγχων και η ασαφής φορολογική νομοθεσία, αποτελούν τους παράγοντες εκείνους που οδηγούν τις επιχειρήσεις σε αδυναμία, αφενός να προβλέψουν τη συνολική φορολογική τους επιβάρυνση και αφετέρου να υλοποιήσουν τον επενδυτικό τους σχεδιασμό και την επιχειρηματική τους δράση, εντός ενός σταθερού φορολογικού και επιχειρηματικού περιβάλλοντος, σύμφωνα με τον Γ. Γουλιά, εταίρο στο Φορολογικό Τμήμα της ΕΥ Ελλάδος.
Κατά την ομιλία του στο 9ο Thessaloniki Tax Forum, ο κ. Γουλιάς, με αφορμή την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), τόνισε ότι η παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου να επιβάλει φόρο θα πρέπει να έχει εύλογη διάρκεια, επισημαίνοντας, παράλληλα, την ανάγκη εφαρμογής της απόφασης του ΣτΕ, στην πρακτική των φορολογικών ελέγχων, προς αποφυγή πρόκλησης ανασφάλειας δικαίου, που δημιουργεί αβεβαιότητα στις επιχειρήσεις και προβληματισμό στους επενδυτές.
Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, «αν και η απόφαση της επιχείρησης να προσφύγει δικαστικά είναι σε πολλές περιπτώσεις επιβεβλημένη, δεν είναι, ωστόσο, μια “ανέξοδη” επιλογή, καθώς θα πρέπει να καταβληθεί το 50% της συνολικής οφειλής, συμπεριλαμβανομένων των προστίμων, που, σε αρκετές περιπτώσεις, ξεπερνούν τον κύριο φόρο». Στην ίδια κατεύθυνση, πρόσθεσε, επίσης, ότι η μηνυτήρια αναφορά για τη διερεύνηση τέλεσης φοροδιαφυγής υποβάλλεται από τα όργανα της φορολογικής διοίκησης, ανεξάρτητα από την άσκηση προσφυγής, ή την καταβολή της οφειλής.
Ως προς την ευθύνη των ελεγκτών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), υπογράμμισε ότι διακρίνεται σε αστική, ποινική και πειθαρχική ευθύνη, η οποία, όμως, περιορίζεται μόνο στην παραγραφή των υποθέσεων που έχουν προτεραιοποιηθεί και μόνο για υπαίτια πράξη ή παράλειψή τους. Ειδικότερα, όσον αφορά στην αστική ευθύνη, οι φορολογικοί ελεγκτές δεν ευθύνονται άμεσα για τυχόν ζημία που προξένησαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους σε πολίτες και επιχειρήσεις, καθώς το Ελληνικό Δημόσιο είναι εκείνο που ευθύνεται άμεσα, εν αντιθέσει με την άμεση ευθύνη που υπέχουν οι ορκωτοί ελεγκτές-λογιστές που είναι αρμόδιοι για την έκδοση του Φορολογικού Πιστοποιητικού των επιχειρήσεων.
Ο κ. Γουλιάς έκανε μια σειρά προτάσεων προς την ΑΑΔΕ για τη βελτίωση του πλαισίου των φορολογικών ελέγχων. Συγκεκριμένα πρότεινε: α) να δοθούν διευκρινιστικές οδηγίες τόσο για την προτεραιοποίηση των ελέγχων, όσο και για την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των φορολογικών διατάξεων υπό το πρίσμα των δικαστικών αποφάσεων, β) να επανεξεταστεί η επιβολή των φορολογικών ποινικών κυρώσεων και να διευκρινιστεί ρητά ότι αφορούν ιδιαίτερης απαξίας φορολογικές παραβάσεις και όχι τυχόν περιπτώσεις λογιστικών διαφορών, και γ) να αναθεωρηθεί το πλαίσιο επιβολής προστίμων στους ορκωτούς ελεγκτές-λογιστές και στα ελεγκτικά γραφεία που εκδίδουν Εκθέσεις Φορολογικής Συμμόρφωσης (Φορολογικά Πιστοποιητικά), με μείωση των προστίμων και αναλογική σύνδεση αυτών με τη βαρύτητα της παράβασης που δεν εντόπισαν.
Καταλήγοντας, τόνισε ότι «η επίτευξη των στόχων είσπραξης των φορολογικών εσόδων είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη δραστηριότητα των επιχειρήσεων και την προσέλκυση επενδύσεων. Συνεπώς, μέλημα όλων μας και πρωτίστως της Φορολογικής Διοίκησης, είναι να δημιουργηθεί ένα δίκαιο και αποτελεσματικό φορολογικό σύστημα, κατ’ επιταγή των αρχών του κράτους δικαίου και προς όφελος του κοινωνικού συνόλου και της ελληνικής οικονομίας».