Στο εύρος 5,67% με 7,16% εκτιμά την ύφεση, για το 2020, το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), όπως σημειώνεται στη σύνοψη του τετραμηνιαίου περιοδικού «Οικονομικές Εξελίξεις» για τον μήνα Ιούνιο.
Συγκεκριμένα, στην έκθεση του ΚΕΠΕ αναφέρεται ότι «οι περισσότεροι αναλυτές προχωρούν σε επανεκτίμηση της κατάστασης προβλέποντας μικρότερη ύφεση. Για παράδειγμα, ο ΟΟΣΑ θεωρεί ότι θα έχουμε ύφεση (μόνο) 8% το 2020 και ανάπτυξη 4,5% το 2021. Στο ΚΕΠΕ, εκτιμούμε πλέον την ύφεση στο εύρος 5,67% με 7,16%.
Το σημαντικότερο στοιχείο της αλλαγής αυτής είναι η εμπιστοσύνη και αξιοπιστία που δημιουργήθηκε στη χώρα μας από τη διαχείριση της υγειονομικής και της οικονομικής κρίσης από την ελληνική πολιτεία. Εμπιστοσύνη και αξιοπιστία ήταν τα «χαμένα» όπλα της ελληνικής οικονομικής πολιτικής για δεκαετίες».
Ουσιαστικής σημασίας ένα φάρμακο
Η ιατρική-υγειονομική πρόοδος είναι ο πρώτος καθοριστικός παράγοντας. Όσο πιο γρήγορα βρεθεί ένα αποτελεσματικό αντιϊκό φάρμακο ή ακόμη καλύτερα ένα εμβόλιο απέναντι στον κορωνοϊό, τόσο πιο γρήγορη θα είναι η αποκατάσταση της οικονομικής ζημιάς και μικρότερη βέβαια η ένταση της ύφεσης.
Ο δεύτερος εξωγενής παράγοντας σχετίζεται με την επιτυχία αντιμετώπισης της κρίσης στις άλλες χώρες.
Η οικονομία μας είναι μικρή και ανοικτή και δυστυχώς εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από έναν τομέα, τον τουρισμό, με προφανείς διασυνδέσεις με το εξωτερικό.
Όπως εκτιμά το ΚΕΠΕ, θα ήμασταν σε ευνοϊκότερη κατάσταση εάν είχαμε φροντίσει πριν από την έλευση του κορωνοϊού, π.χ. στη διάρκεια της προηγούμενης κρίσης, να αλλάξουμε το παραγωγικό μας μοντέλο, ενισχύοντας και άλλους τομείς π.χ. αγροδιατροφικό, μεταποίηση, εκτός του τουρισμού.
Ο τριετούς παράγοντας σχετίζεται με την ΕΕ όπου τα πράγματα δείχνουν θετικά, όπως σημειώνει το ΚΕΠΕ, και ο τέταρτος παράγοντας σχετίζεται με τη διαχείριση της οικονομικής κρίσης από την κυβέρνηση και τα μέχρι στιγμής δεδομένα είναι ενθαρρυντικά, αφού διάφοροι πρόδρομοι δείκτες δείχνουν βελτίωση μετά το ξέσπασμα της κρίσης.
Ο τουρισμός επηρεάζεται αρνητικά
Όπως σημειώνεται ο τουρισμός δέχεται ένα από τα ισχυρότερα πλήγματα από τη διεθνή εξάπλωση του κορωνοιού, αλλά παράλληλα σημειώνεται: «Δεδομένου ότι ο δημόσιος τομέας καταλαμβάνει το 1/5 περίπου της ελληνικής οικονομίας σε όρους παραγωγής και απασχόλησης, η άσκηση επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής, σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη άσκηση κατάλληλων κλαδικών πολιτικών, είναι εφικτό να αντισταθμίσει σημαντικό μέρος των αρνητικών επιπτώσεων της μείωσης των διεθνών ταξιδιωτικών εισπράξεων. Κατά συνέπεια, οι εκτιμήσεις του υπουργείου Οικονομικών για ύφεση 4,7% έως 7,9% φαίνονται, με τα σημερινά δεδομένα, αρκετά βάσιμες».
Αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων
Με δεδομένη τη δυσχέρεια στην ιδιωτική οικονομία, σε επίπεδο οικονομικής πολιτικής ως κύριος αντισταθμιστικός παράγοντας μπορεί να αναδειχθεί η αύξηση των κρατικών δαπανών για τη στήριξη της πραγματικής οικονομίας.
Στην περίπτωση της χώρας μας, όπως αναφέρει το ΚΕΠΕ, αυτό μπορεί να σημαίνει μείωση των απαιτούμενων πρωτογενών πλεονασμάτων του Κρατικού Προϋπολογισμού για όσο διάστημα απαιτείται, προκειμένου να στηριχθεί η οικονομία υπό τις έκτακτες συνθήκες ανοικοδόμησής της.
Η σχετικά μικρή επίδραση του ύψους του δημοσίου χρέους στην αύξηση των μη εξυπηρετόυμενων δανείων (ΜΕ∆) αποτελεί ένα ενθαρρυντικό μήνυμα προς τους υπεύθυνους χάραξης μιας περισσότερο παρεμβατικής πολιτικής στήριξης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.
Επιπλέον, ο ρόλος του δημοσιονομικού ισοζυγίου και του ελλείμματος του Κρατικού Προϋπολογισμού σχετικά με την εξέλιξη των ΜΕ∆ θα πρέπει να εκτιμηθεί σε συνδυασμό με την προσδοκώμενη θετική επίδραση των δημοσίων δαπανών στη στήριξη του εισοδήματος και του ΑΕΠ, τα οποία αποτελούν τον κύριο παράγοντα επίδρασης στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Να στηριχθεί το Recovery Plan στο δόγμα «Παράγω και εξάγω»
Σημαντικό χαρακτηρίζεται να μην «χαθεί» ούτε ένα ευρώ από τα χρήματα του πακέτου στήριξης της ΕΕ που αντιστοιχούν στη χώρα μας. Αυτό σημαίνει ότι ο κρατικός μηχανισμός πρέπει να είναι έτοιμος να διαχειρισθεί ένα συνολικό Recovery Plan.
Όμως δεν φτάνει η απορροφητικότητα, όπως σημειώνεται, χρειάζεται και αποτελεσματικότητα.
Το αναγκαίο Recovery Plan της χώρας πρέπει να υποστηρίζει το δόγμα που λέει: «παράγω και εξάγω».
Όπως αναφέρει το ΚΕΠΕ η κυβέρνηση έχει τη χρυσή ευκαιρία-πρόκληση να προχωρήσει στον μετασχηματισμό του παραγωγικού μοντέλου της χώρας ενισχύοντας τον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα.
Να αναδείξει την τοπική παραγωγή, ώστε να περιορίσουμε την εξάρτησή μας από άλλες χώρες και ειδικά από αυτές που είναι μακριά από το γεωγραφικό μήκος και πλάτος στο οποίο βρισκόμαστε. Και αυτό μπορεί να γίνει τονώνοντας τον πρωτογενή τομέα με νέες τεχνολογίες και ιδέες.
Έπειτα, να ρίξουμε το βάρος μας στη μεταποίηση, που μπορεί να παίξει τον ρόλο του πολλαπλασιαστή της αξίας της παραγωγής μας.
«Η ελληνική παραγωγή με όλες τις εκφάνσεις της θα μπορούσε να αποτελεί τον εναλλακτικό προμηθευτή σε ένα μοντέλο αγοράς που πλέον αλλάζει από την ταχύτητα παράδοσης στην ασφαλή παράδοση.
Για να το πετύχουμε αυτό όμως πρέπει να δούμε καίρια ζητήματα, όπως τα ενεργειακά ή/και τα εργασιακά (π.χ. ασφαλιστικές κρατήσεις) κόστη.
Θέματα που συζητάμε εδώ και χρόνια, που έχουν να κάνουν με την ανταγωνιστικότητα της χώρας και που μια εθνική στρατηγική για την επίλυσή τους μόνο όφελος μπορεί να φέρει στη χώρα» καταλήγει το σχετικό κείμενο που υπογράφει ο πρόεδρος και επιστημονικός διευθυντής του ΚΕΠΕ, καθηγητής Παναγιώτης Λιαργκόβας.