Θετικές οι προοπτικές για την παγκόσμια οικονομία στο α’ εξάμηνο του έτους, καθώς οι πληθωριστικές πιέσεις άρχισαν να χαλαρώνουν, αν και οι συνεχιζόμενες γεωπολιτικές εντάσεις και οι εγχώριες δυσκολίες σε βασικές αγορές επιβραδύνουν οποιαδήποτε επιστροφή σε βιώσιμη ανάπτυξη.
Όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, από τα συμπεράσματα της έκθεσης «Global Economic Outlook» της KPMG, προκύπτει ότι η επαναφορά των παγκόσμιων τιμών ενέργειας στα επίπεδα που βρίσκονταν πριν από την εισβολή στην Ουκρανία, σε συνδυασμό με τη μείωση των τιμών εμπορευμάτων και τροφίμων, βοήθησαν ώστε να ασκηθεί περαιτέρω πτωτική πίεση στον πληθωρισμό για το υπόλοιπο του 2023.
Όπως επισημαίνεται, παρά τα θετικά νέα, οι μεγάλες οικονομίες σε όλο τον κόσμο – πιο πρόσφατα το Ηνωμένο Βασίλειο και οι ΗΠΑ – αντιμετωπίζουν τις δικές τους εσωτερικές πιέσεις, ανακόπτοντας κάθε ελπίδα για βελτίωση των συνθηκών της αγοράς και πτώση του πληθωρισμού.
Οι ιδιαιτερότητες και η πολυπλοκότητα κάθε χώρας, περιφέρειας και περιοχής ασκούν άνευ προηγουμένου πίεση στις κεντρικές τράπεζες, γεννώντας ανησυχίες ότι ο βασικός πληθωρισμός ίσως παραμείνει κολλημένος και οι αυξήσεις των τιμών εδραιωθούν λόγω του σχετικά στενού οικονομικού περιβάλλοντος σε μια σειρά από περιοχές.
Οι αυξανόμενοι φόβοι για το ευρύτερο διεθνές τραπεζικό σύστημα θα μπορούσαν να περιπλέξουν περαιτέρω τα πράγματα για τις κεντρικές τράπεζες καθώς σταθμίζουν τους κινδύνους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας έναντι ενός σχεδίου επαναφοράς του πληθωρισμού εντός στόχου.
Ο παγκόσμιος οργανισμός προβλέπει αύξηση του ΑΕΠ 2,1% το 2023 και 2,6% το 2024 με πρόβλεψη πληθωρισμού στο 5,3% για το 2023 και 3,2% το 2024 και τα παγκόσμια επίπεδα ανεργίας 5,2% το 2023 και 5,4% αντίστοιχα το 2024.
Σύμφωνα με την έκθεση της KPMG, με τη νομισματική πολιτική να επικεντρώνεται στον μετριασμό του πληθωρισμού με παράλληλη σταθεροποίηση των χρηματοπιστωτικών αγορών, η δημοσιονομική πολιτική παραμένει ως το υποψήφιο εργαλείο για την τόνωση της οικονομικής ανάπτυξης. Τα δημόσια οικονομικά έχουν επιδεινωθεί σημαντικά τα τελευταία τρία χρόνια.
Οι κυβερνήσεις έχουν δαπανήσει σημαντικά ποσά, αρχικά για να προφυλάξουν τις οικονομίες τους από την COVID-19 και στη συνέχεια για να προστατέψουν τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις από τις αυξημένες τιμές ενέργειας.
Αυτό οδήγησε το δημόσιο χρέος σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, με λιγότερα περιθώρια για επεκτατική δημοσιονομική πολιτική. Ακόμη και στις ΗΠΑ, οι ομοσπονδιακές δαπάνες αναμένεται να επιβραδυνθούν παρά την αύξηση των δαπανών στις υποδομές, αν και στην Κίνα η δημοσιονομική στήριξη πρόκειται να ενισχυθεί μετά το άνοιγμα της οικονομίας της.
Η αύξηση των επιτοκίων έχει καταστήσει πιο δαπανηρή την εξυπηρέτηση αυτών των μεγαλύτερων επιπέδων χρέους, ασκώντας περαιτέρω πίεση στα δημόσια οικονομικά.
Ωστόσο, αναμένεται κάποια θετική προοπτική ανάπτυξης εφέτος ως επακόλουθο του σχετικά ομαλού εκ νέου ανοίγματος της κινεζικής οικονομίας τον περασμένο Δεκέμβριο μετά την άρση των περιορισμών που σχετίζονται με την COVID-19.
Η πίεση στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες ελαττώθηκε σημαντικά τους τελευταίους μήνες, ενώ τα μεταφορικά έξοδα έχουν επίσης μειωθεί. Αυτό θα βοηθήσει στην άμβλυνση ορισμένων πληθωριστικών πιέσεων και στη βελτίωση της ικανότητας εφοδιασμού.
Το παγκόσμιο εμπόριο παραμένει σχετικά αδύναμο, αν και αναμενόταν να ανακάμψει φέτος καθώς οι εμπορικές ροές ομαλοποιούνται μετά το άνοιγμα της κινεζικής οικονομίας και την ανάκαμψη της παγκόσμιας ανάπτυξης, ενώ αναμένουμε ότι οι γεωπολιτικές εντάσεις θα συνεχίσουν να ασκούν κάποια πίεση στις εμπορικές ροές στο μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.
Η καταναλωτική ζήτηση επίσης αναμένεται να αυξηθεί φέτος, με την πλεονάζουσα αποταμίευση – τα χρήματα δηλαδή που εξοικονομήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας καθώς δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για ορισμένες υπηρεσίες- να παραμένει σχετικά υψηλή στην Κίνα και την Ευρώπη και η οποία θα μπορούσε ενδεχομένως να χρησιμοποιηθεί μόλις αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη.
Σύμφωνα με την έκθεση της KPMG, η εμπιστοσύνη των καταναλωτών έχει αρχίσει να βελτιώνεται στην Ευρώπη, αν και παραμένει σε σχετικά χαμηλά επίπεδα.
Σχολιάζοντας την έκθεση, ο Δημήτρης Λαμπρόπουλος, Partner, Deal Advisory, KPMG στην Ελλάδα, δήλωσε: «Μετά την επιθετική νομισματική πολιτική των μεγάλων κεντρικών τραπεζών έχουν δημιουργηθεί σημαντικές προσδοκίες για τιθάσευση του πληθωρισμού τους επόμενους μήνες με άμεσο επακόλουθο τη σταδιακή ανάκαμψη της αγοραστικής δύναμης και ανάπτυξης.
Παρόλα αυτά τα εν εξελίξει και αστάθμητα γεωπολιτικά γεγονότα αναγκάζουν τις επιχειρήσεις να είναι πολύ προσεκτικές αναφορικά με την στρατηγική επενδύσεων τους και τη διαχείριση του ρίσκου τους επηρεάζοντας σημαντικά την αγορά εργασίας.
Στις επικρατούσες συνθήκες, βασικός στόχος αποτελεί η προστασία του χρηματοπιστωτικού συστήματος καθώς οποιαδήποτε διαταραχή θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στη διοχέτευση ρευστότητας στην αγορά και την στήριξη των εύθραυστων οικονομιών».