Κέρδη είχαν περίπου 6 στις 10 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις το 2023 και μάλιστα σε ποσοστό αυξημένο σε σχέση με το 2022 (51%), σύμφωνα με τη ΓΣΕΒΕΕ.
Όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, παραμένει ως πρόβλημα η πρόσβαση στη ρευστότητα και η αύξηση του λειτουργικού κόστους των επιχειρήσεων αλλά στα θετικά ευρήματα της εξαμηνιαίας αποτύπωσης οικονομικού κλίματος στις μικρές επιχειρήσεις της ΓΣΕΒΕΕ που αφορά στο β’ εξάμηνο 2023 το θετικό είναι πως το 57,3% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι είχε κέρδη το 2023.
Αναλυτικότερα η Συνομοσπονδία γνωστοποίησε τα ευρήματα του Δείκτη Οικονομικού Κλίματος των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων. Όπως αναφέρεται, μετά τη σημαντική ενίσχυση που κατέγραψε ο δείκτης στο β’ εξάμηνο του 2022 (69,5 μονάδες) και την ήπια υποχώρηση στο α’ εξάμηνο του 2023 (66,7 μονάδες), υποχώρησε σημαντικά στο β’ εξάμηνο του 2023 στις 63,9 μονάδες.
Το στοιχείο αυτό σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα ευρήματα της έρευνας υποδηλώνει, σύμφωνα με τη ΓΣΕΒΕΕ, ότι η κατάσταση των επιχειρήσεων μετά την άνοδο και σταθεροποίηση που παρουσίασε τα προηγούμενα τρία εξάμηνα, τείνει προς υποχώρηση, μάλλον λόγω των αβεβαιοτήτων που συνεχίζουν να υφίστανται και οι οποίες τροφοδοτούνται τόσο από το ρευστό οικονομικό περιβάλλον, όσο και από εφαρμοζόμενες πολιτικές που εντείνουν την ανασφάλεια των επιχειρήσεων, όπως, για παράδειγμα, ο νέος τρόπος τεκμαρτής φορολόγησης των ατομικών επιχειρήσεων.
Στα θετικά ευρήματα συμπεριλαμβάνονται τα αποτελέσματα χρήσης των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων για το 2023, όπου περίπου 6 στις 10 επιχειρήσεις (57,3%) δήλωσε ότι είχε κέρδη, ποσοστό αυξημένο σε σχέση με το 2022 (51%).
Υψηλό είναι, επίσης, και το ποσοστό των επιχειρήσεων που πραγματοποίησε επενδύσεις στο β’ εξάμηνο του 2023 (37,2%).
Από την άλλη μεριά, τα σοβαρά προβλήματα ρευστότητας που αντιμετωπίζουν οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις παραμένουν, ενώ οι επιπτώσεις από το πληθωριστικό κύμα των τελευταίων 2 περίπου ετών είναι εμφανείς στην αύξηση του λειτουργικού κόστους των επιχειρήσεων, το οποίο με βάση τα ευρήματα της έρευνας έχει αυξηθεί μεσοσταθμικά κατά 35%.