Η επένδυση σε ένα ολοκληρωμένο ευρωπαϊκό δίκτυο σιδηροδρόμων υψηλών ταχυτήτων (HSR), μεταξύ άλλων, θα μειώσει μαζικά το περιβαλλοντικό αποτύπωμα των ευρωπαϊκών επιβατικών μεταφορών, δημιουργώντας μια βιώσιμη και δίκαιη κινητικότητα.
Επιμέλεια: Βάσω Βεγιάζη
Τα παραπάνω επισημαίνονται σε μελέτη που διεξήχθη από την Ernst and Young, σε συνεργασία με το Università Bocconi, για λογαριασμό των EU-RAIL, ALLRAIL, CER και UNIFE και όπου αναλύεται ο αντίκτυπος του ευρωπαϊκού δικτύου σιδηροδρόμων υψηλής ταχύτητας (HSR) που συνδέει τις πρωτεύουσες της Ευρώπης και τις κύριες ευρωπαϊκές πόλεις και περιφέρειες.
Ειδικότερα, η μελέτη αξιολόγησε το δυναμικό της αγοράς και τον αντίκτυπο των επενδύσεων σε HSR, διερεύνησε τρία σενάρια, ενώ εξέτασε και την κοινωνική προοπτική, συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικοοικονομικών και περιβαλλοντικών οφελών, βασιζόμενη σε αποτελέσματα από πρόσφατες ακαδημαϊκές μελέτες.
Κατόπιν αυτού, προτείνεται ένα Master Plan για ένα δίκτυο HSR που θα συνδέει όλες τις πρωτεύουσες της ΕΕ και τις μεγάλες πόλεις, ενώ καλούνται Κομισιόν και κράτη-μέλη για συντονισμένη εφαρμογή με επαρκή χρηματοδότηση τώρα και κατά τις επόμενες δεκαετίες.
Σύμφωνα με τη μελέτη, ένα τέτοιο ολοκληρωμένο δίκτυο θα σήμαινε τουλάχιστον τον τριπλασιασμό του υπάρχοντος δικτύου HSR, με ένα επενδυτικό κόστος που εκτιμάται στα 550 δισ. ευρώ, και το οποίο θα δημιουργήσει καθαρά θετικά οφέλη για την κοινωνία της τάξης των 750 δισ. ευρώ έως το 2070.
Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της μελέτης, ο Nick Brooks, γενικός γραμματέας της ALLRAIL, δήλωσε: «Οι ανεξάρτητες εταιρείες σιδηροδρομικών επιβατικών μεταφορών υποστηρίζουν με ενθουσιασμό την ταχεία ανάπτυξη των σιδηροδρόμων υψηλής ταχύτητας στην Ευρώπη. Θέλουμε να το δούμε να αντικαθιστά το ιδιωτικό αυτοκίνητο ως προϊόν για όλους, από τους οικονομικά ασθενέστερους μέχρι τους πολύ εύπορους ταξιδιώτες.
Ο σιδηρόδρομος υψηλών ταχυτήτων πρέπει να αποτελεί τη ραχοκοκαλιά του γρήγορου door-to-door ταξιδιού σε ολόκληρη την ΕΕ.
Η μελέτη δείχνει ότι για την επίτευξη αυτού του στόχου απαιτείται η επέκταση και η αναβάθμιση του υπάρχοντος δικτύου, ιδιαίτερα διασυνοριακά. Ωστόσο, οι υποδομές από μόνες τους δεν αρκούν. Τα τρένα υψηλών ταχυτήτων πρέπει να γίνουν ελκυστικά: μεγάλη χωρητικότητα (1.000 θέσεις το καθένα), συχνές αναχωρήσεις και ελκυστικές τιμές.
Για να γίνουν ελκυστικά θα απαιτηθούν ίσοι όροι ανταγωνισμού τόσο intramodally (μεταξύ σιδηροδρομικών φορέων) όσο και intermodally (π.χ. δίκαιη φορολόγηση έναντι λιγότερο βιώσιμων τρόπων μεταφοράς), καθώς και πλήρη ενοποίηση με τις τροφοδοτικές υπηρεσίες δημόσιων μεταφορών. Είμαστε, ωστόσο, βέβαιοι ότι τα ευρήματα αυτής της μελέτης θα βοηθήσουν τους εθνικούς και ευρωπαϊκούς ενδιαφερόμενους φορείς προς την επίτευξη αυτών των στόχων».
Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη πατώντας ΕΔΩ.