Συνάντηση εργασίας πραγματοποιήθηκε χθες μεταξύ στελεχών της DG Move και της Ρυθμιστικής Αρχής Σιδηροδρόμων.
Στο επίκεντρο της συζήτησης τέθηκε η παρακολούθηση των ρυθμιστικών αρμοδιοτήτων της ελληνικής Αρχής, με γνώμονα την διασφάλιση του υγιούς ανταγωνισμού και της ενίσχυσης των δικαιωμάτων των επιβατών.
Όπως επισημάνθηκε, η ενιαία αγορά σιδηροδρομικών μεταφορών εξελίσσεται διαρκώς. Η υψηλή ποιότητα των υπηρεσιών και η προστασία των δικαιωμάτων των χρηστών αποτελούν κρίσιμες συνιστώσες για την ενίσχυση του μεριδίου αγοράς των σιδηροδρομικών μεταφορών.
Την συζήτηση, όπως ήταν φυσικό, απασχόλησαν οι εξελίξεις στην εγχώρια σιδηροδρομική αγορά, με τα όποια βήματα προόδου έχουν συντελεστεί τα τελευταία χρόνια, αλλά και αυτά που χρήζουν βελτίωσης.
Το υφιστάμενο πλαίσιο
Σημειώνεται ότι η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία τέθηκε σε ισχύ στις 2 Δεκεμβρίου του 2009 και αφορά στα δικαιώματα των επιβατών των σιδηροδρομικών μεταφορών, στοχεύει στην όσο το δυνατόν ευκολότερη κατανόηση των δικαιωμάτων τους, όταν ταξιδεύουν με τρένο εντός της ΕΕ.
Η ΕΕ υποχρεώνει τα κράτη-μέλη να ορίζουν έναν ή περισσότερους «Εθνικούς Φορείς Επιβολής» (National Enforcement Bodies– NEBs), οι οποίοι έχουν ως καθήκον την εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΚ) 1371/2007, σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των επιβατών σιδηροδρομικών μεταφορών.
Στην Ελλάδα, ως Εθνικός Φορέας Επιβολής έχει οριστεί η ΡΑΣ, η οποία σύμφωνα με τα άρθρα 28, εδάφια 11 και 12 και 33, του ιδρυτικού της Νόμου 3891/2010 και του Κανονισμού (ΕΚ) 1371/2007 είναι αρμόδια:
-Να παρακολουθεί και να ελέγχει την τήρηση της εφαρμογής του Κανονισμού
-Να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα με τα οποία εξασφαλίζεται ο σεβασμός των δικαιωμάτων των επιβατών και
-Να εξετάζει τις καταγγελίες επιβατών για παραβίαση των διατάξεων του Κανονισμού. Στο πλαίσιο αυτό η ΡΑΣ έχει το δικαίωμα να ζητεί πληροφορίες από τις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις, τους πωλητές εισιτηρίων, τους υπεύθυνους σταθμών, τον ίδιο τον επιβάτη και τυχόν τρίτα μέρη που εμπλέκονται, προκειμένου να διασφαλίζεται η αρτιότερη εξέταση της υποβληθείσας καταγγελίας.
-Να επιβάλλει διοικητικές κυρώσεις για την παραβίαση των διατάξεων του Κανονισμού.
Σύμφωνα με το άρθρο 2, εδάφιο 4 του Κανονισμού κάθε κράτος-μέλος μπορεί, με διαφάνεια και αμεροληψία, να χορηγεί εξαίρεση για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα 5 έτη, η οποία μπορεί να ανανεωθεί για μέγιστο χρονικό διάστημα 5 ετών κάθε φορά, από την εφαρμογή των διατάξεων του Κανονισμού σε υπηρεσίες σιδηροδρομικής μεταφοράς επιβατών στο εσωτερικό και κυρίως αστικές, προαστιακές και περιφερειακές υπηρεσίες.
Κανένα κράτος-μέλος δεν δύναται να χορηγηθεί εξαίρεση στα άρθρα 9, 11, 12, 19 και 20 που αφορούν σε διαθεσιμότητα εισιτηρίων, εισιτήρια απευθείας μεταφοράς και κρατήσεις, ευθύνη για τους επιβάτες και τις αποσκευές τους, ασφάλιση, δικαίωμα στη μεταφορά και πληροφορίες των ατόμων με αναπηρία και μειωμένη κινητικότητα.
Το 2009, με την υπ’ αριθμ. Φ4/61802/6533/17.12.2009 απόφαση, το υπουργείο Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων χορήγησε στη μοναδική τότε σιδηροδρομική επιχείρηση εξαίρεση από τα παρακάτω άρθρα:
Άρθρο 13: Προκαταβολές
Άρθρο 15: Ευθύνη για καθυστερήσεις, απώλειες ανταπόκρισης και ακυρώσεις
Άρθρο 16: Επιστροφή χρημάτων και επαναδρομολόγηση
Άρθρο 17: Αποζημίωση κομίστρου
Άρθρο 18: Συνδρομή
Άρθρο 28: Πρότυπα ποιότητας των Υπηρεσιών
Το 2014, με την υπ’ αριθμ. Φ4/59820/4768/01.12.2014 απόφαση, το υπουργείο Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων χορήγησε σε δυο σιδηροδρομικές επιχειρήσεις εξαίρεση από τα παρακάτω άρθρα:
Άρθρο 10: Συστήματα ταξιδιωτικών πληροφοριών και κρατήσεων
Άρθρο 13: Προκαταβολές
Άρθρο 15: Ευθύνη για καθυστερήσεις, απώλειες ανταπόκρισης και ακυρώσεις
Άρθρο 16: Επιστροφή χρημάτων και επαναδρομολόγηση
Άρθρο 17: Αποζημίωση κομίστρου
Άρθρο 18: Συνδρομή
Άρθρο 28: Πρότυπα ποιότητας των Υπηρεσιών.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η ΡΑΣ θα εισηγηθεί στο υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών την μη ανανέωση των εξαιρέσεων ή τουλάχιστον την μη ανανέωση των εξαιρέσεων που αναφέρονται στην ποιότητα των υπηρεσιών.