Η παράδοση δεμάτων αποτελεί έναν ανταγωνιστικό, καινοτόμο και ταχέως αναπτυσσόμενο τομέα. Περίπου 4 δισ. δέματα παραγγέλλονται ετησίως μέσω του διαδικτύου και παραδίδονται σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Εντούτοις, είναι σαφής η δυνατότητα που υπάρχει για περαιτέρω ανάπτυξης στον εν λόγω τομέα.
Στην ΕΕ συνολικά, ενώ το 44% των καταναλωτών πραγματοποιούν διαδικτυακές αγορές στη χώρα τους, πολύ λιγότεροι από το 15% προβαίνουν σε διαδικτυακές αγορές αγαθών από άλλη χώρα. Έχει αποδειχθεί ότι οι ανησυχίες σχετικά με την παράδοση αντικειμένων που αγοράζονται από άλλες χώρες και πωλούνται σε άλλη χώρα συνιστούν πρόβλημα ζωτικής σημασίας για τους καταναλωτές και τις μικρές επιχειρήσεις της ΕΕ που συναλλάσσονται μέσω διαδικτύου, ένα πρόβλημα το οποίο, σε πολλές περιπτώσεις, γίνεται ακόμη μεγαλύτερο εξαιτίας του σχετικά υψηλού συνεπαγόμενου κόστους.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο πλαίσιο της Στρατηγικής για την Ψηφιακή Ενιαία Αγορά, υπέβαλε πρόταση κανονισμού σχετικά με τις διασυνοριακές υπηρεσίες παράδοσης δεμάτων. Με τον προτεινόμενο κανονισμό, η Επιτροπή επιδιώκει να εξασφαλίσει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στον τομέα, διαφάνεια στα τιμολόγια και τις καταληκτικές χρεώσεις και προσιτές τιμές.
Η εισηγήτρια Lucy Anderson, από την Ομάδα της Προοδευτικής Συμμαχίας των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο πλαίσιο της προετοιμασίας για την εξέταση της παρούσας πρότασης, είχε εκτεταμένες διαβουλεύσεις με πολλούς χρήστες και οργανώσεις του ταχυδρομικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων ρυθμιστικών αρχών και οργανώσεων που αντιπροσωπεύουν τις μικρές επιχειρήσεις, τους καταναλωτές, καθώς και συνδικαλιστικές οργανώσεις.
Επίσης, έλαβε πλήρως υπόψη τις απόψεις της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής και διοργάνωσε εκδήλωση-ακρόαση με μεγάλη συμμετοχή ομιλητών από όλους τους σχετικούς τομείς που έδωσε τη δυνατότητα να αναπτυχθούν όλες οι προοπτικές και να εκφραστούν παρατηρήσεις και συστάσεις στην πρόταση της Επιτροπής.
Η θέση της εισηγήτριας
Η κα. Anderson υποστηρίζει θερμά τις προσπάθειες για τη δημιουργία μιας ψηφιακής ενιαίας αγοράς προσαρμοσμένης στις ανάγκες των καταναλωτών και των εμπόρων λιανικής, αλλά επιδιώκει να βελτιώσει την πρόταση της Επιτροπής στοχεύοντας στη δίκαιη και ισορροπημένη προσέγγιση όλων των φορέων του κλάδου, πλήρως ευθυγραμμισμένη με τις διατάξεις της οδηγίας 97/67/ΕΚ για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες, τις οποίες συμπληρώνει και αναπτύσσει περαιτέρω.
Για τον λόγο αυτό, προτείνει να επεκταθεί το πεδίο εφαρμογής των βασικών διατάξεων του κανονισμού σε όλους τους φορείς παροχής υπηρεσιών διασυνοριακής παράδοσης δεμάτων, ιδίως δεδομένου ότι πολλοί φορείς παροχής καθολικής υπηρεσίας δεν έχουν μεγάλο μερίδιο αγοράς στη διασυνοριακή αγορά υπηρεσιών μεταφοράς δεμάτων της ΕΕ.
Ζητεί επίσης να διαγραφούν οι πτυχές της πρότασης περί προσφοράς αναφοράς και πρόσβασης, διότι δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα της διασυνοριακής αγοράς υπηρεσιών μεταφοράς δεμάτων και δεν είναι αναγκαίες υπό το πρίσμα της ισχύουσας νομοθεσίας της ΕΕ για τον ανταγωνισμό και τις ταχυδρομικές υπηρεσίες.
Η εισηγήτρια ορίζει το «δέμα» ως ένα ταχυδρομικό αντικείμενο με βάρος που δεν υπερβαίνει τα 31,5 kg, ενώ συμφωνεί ότι, σύμφωνα με την οδηγία 97/67/ΕΚ, ένα απλό αντικείμενο αλληλογραφίας δεν θεωρείται δέμα.
Η Επιτροπή ορθά προβλέπει για τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές βελτιωμένη διάθεση πληροφοριών όσον αφορά στην αγορά, αλλά θεωρεί σημαντικό οι διατάξεις του κανονισμού να επιτρέπουν τη διαμόρφωση μίας ακριβούς εικόνας της αγοράς.
Για τον σκοπό αυτό, η εισηγήτρια επιδιώκει να διασφαλίσει ότι οι ΕΡΑ λαμβάνουν δεδομένα τα οποία καταδεικνύουν τον κατακερματισμό και τις πρακτικές απασχόλησης στην αγορά, περιλαμβανομένων και πληροφοριών σχετικά με τους υπεργολάβους και τους εργαζομένους στον ταχυδρομικό τομέα που απασχολούνται υπό καθεστώς διαφορετικό από αυτό της πλήρους και μόνιμης απασχόλησης.
Ομοίως, είναι αναγκαίο οι ΕΡΑ να διαθέτουν τα κατάλληλα δεδομένα για διασυνοριακά τιμολόγια και καταληκτικά τέλη, ώστε να μπορούν να αξιολογούν εάν οι τιμές θα μπορούσαν να είναι παράλογα υψηλές. Τα δεδομένα αυτά θα πρέπει να είναι διαθέσιμα για όλους τους σχετικούς επαγγελματικούς φορείς, διότι διαφορετικά θα μπορούσε να δημιουργηθεί στρεβλή εικόνα της κατάστασης που επικρατεί στην αγορά.
Για την εκτίμηση της οικονομικής προσιτότητας των τιμολογίων, η Anderson είναι επίσης της γνώμης ότι οιαδήποτε δοκιμή όσον αφορά στην προσιτότητα θα πρέπει να εφαρμόζεται σε ολόκληρη την αγορά και όχι μόνον στους φορείς παροχής καθολικής υπηρεσίας.
Η παρούσα εκτίμηση πρέπει να θέτει ως στόχο την αξιολόγηση αφενός του κατά πόσο το κόστος που προκύπτει είναι οικονομικά προσιτό για τους ιδιώτες και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και,αφετέρου, του βαθμού στον οποίον η παροχή υπηρεσιών διασυνοριακής παράδοσης δεμάτων επηρεάζεται από το κόστος παράδοσης.
Η αξιολόγηση θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τους μεμονωμένους χρήστες με μικρό διαθέσιμο εισόδημα, τα άτομα με αναπηρίες ή με μειωμένη κινητικότητα, τις μεμονωμένες ΜΜΕ και τους χρηστών που κατοικούν ή βρίσκονται σε απομακρυσμένες ή αραιοκατοικημένες περιοχές, καθώς και εκείνους που κάνουν τακτική χρήση των υπηρεσιών παράδοσης δεμάτων.
Η εμπιστοσύνη των καταναλωτών θα ενισχυθεί από τις βελτιωμένες απαιτήσεις για πιο διαφανείς και συγκρίσιμες πληροφορίες όσον αφορά στις διαθέσιμες τιμές και τις επιλογές σχετικά με την παράδοση, καθώς και τις απαιτήσεις για πιο επισταμένη καθοδήγηση του χρήστη όσον αφορά τις διαδικασίες σε περιπτώσεις ζημίας ή απώλειας εμπορεύματος, τις διαδικασίες για καθυστερήσεις και επιστροφές, και τους τρόπους διεκπεραίωσης καταγγελιών και παραπόνων.
Για τους λόγους αυτούς, η εισηγήτρια προτείνει την προσθήκη δύο νέων άρθρων για τη συμπλήρωση των πληροφοριών που έχουν ήδη παράσχει οι επιχειρηματίες στους χρήστες, και την προαγωγή της περαιτέρω ποιοτικής εναρμόνισης των υπηρεσιών και των τεχνικών προτύπων σύμφωνα με τους ισχύοντες κανονισμούς της ΕΕ.
Η Επιτροπή προτείνει να υποβάλλει κάθε 4 χρόνια στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή έκθεση αξιολόγησης σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, συνοδευόμενη, εφόσον ενδείκνυται, από νομοθετική πρόταση επανεξέτασής του.
Η Βρετανίδα Ευρωβουλευτής είναι της γνώμης ότι η εν λόγω έκθεση πρέπει να καταρτίζεται μετά από διαβούλευση με όλους τους αρμόδιους φορείς, συμπεριλαμβανομένης της ευρωπαϊκής επιτροπής κοινωνικού διαλόγου για τον ταχυδρομικό τομέα και να υποβάλλεται ανά τριετία, λαμβανομένου ιδίως υπόψη της δυναμικής και ταχέως μεταβαλλόμενης φύσης των αγορών του ηλεκτρονικού εμπορίου.