Υπέρ των μηχανισμών συνεργασίας και συντονισμού με άλλες ανεξάρτητες αρχές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό τάχθηκε ο πρόεδρος της ΕΕΤΤ, Καθηγητής Κωνσταντίνος Μασσέλος, μιλώντας σε τηλεημερίδα της Επιτροπής Ανταγωνισμού με θέμα «Διασταύρωση ανάμεσα στον Ανταγωνισμό και στη Ρυθμιστική Πολιτική: Προοπτικές Μεταρρύθμισης».
Ως ομιλητής, στη 2η ενότητα με θέμα «Προς ένα εθνικό δίκτυο ανταγωνισμού και ρυθμιστικών αρχών», ο κ. Μασσέλος τάχθηκε υπέρ των μηχανισμών συνεργασίας και συντονισμού με άλλες ανεξάρτητες αρχές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, όταν αυτοί οικοδομούνται με βάση την καλή πίστη, την αμοιβαία εκτίμηση και το σεβασμό ανάμεσά τους, και υπό τη σαφή προϋπόθεση ότι σέβονται την ανεξαρτησία και διασφαλίζουν την ισότητα και τη δικαιοσύνη μεταξύ των εμπλεκομένων αρχών χωρίς να θίγουν την κατανομή των αρμοδιοτήτων τους.
Το ισχύον πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ ανεξάρτητων αρχών σε εθνικό επίπεδο (άρθρο 24, Ν.3959/2011 και άρθρο 113 Ν.4727/2020) είναι επαρκές, ευέλικτο και λειτουργικό και αυτό έχει αποδειχθεί στην πράξη σε πλείστες περιπτώσεις συνεργασίας της ΕΕΤΤ και με την Επιτροπή Ανταγωνισμού έως το 2018. Άλλωστε και η Ευρωπαϊκή Οδηγία 2019/1 (ECN +) δεν απαιτεί κάτι περισσότερο.
Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΕΤΤ θα προχωρήσει άμεσα στην υπογραφή μνημονίου συνεργασίας με την Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ), τη Ρυθμιστική Αρχή Λιμένων (ΡΑΛ) και τη Ρυθμιστική Αρχή Σιδηροδρόμων (ΡΑΣ).
Ο κ. Μασσέλος ανέφερε ότι η ιδέα ενός εθνικού δικτύου αρχών ανταγωνισμού και ρυθμιστικών αρχών είναι ενδιαφέρουσα όπου απαιτείται συντονισμός, και αυτό συμβαίνει κυρίως όταν διαφορετικές αρχές ενεργούν ως αρχές ανταγωνισμού και ως τομεακοί ρυθμιστές ενός κλάδου, ή όταν υπάρχει ζήτημα ταυτόχρονης (συντρέχουσας) δικαιοδοσίας ως προς την αρμοδιότητα εφαρμογής των διατάξεων περί ελεύθερου ανταγωνισμού ή όταν μια μόνο Αρχή Ανταγωνισμού συγκεντρώνει τις αρμοδιότητες ανταγωνισμού σε όλους τους τομείς της αγοράς, χωρίς να έχει εικόνα και γνώση των επιμέρους υπό ρύθμιση αγορών την οποία διαθέτει η καθ’ ύλην αρμόδια Ρυθμιστική Αρχή.
Εξάλλου, όπως είπε, η συνεπής εφαρμογής του δικαίου του ανταγωνισμού εξασφαλίζεται σε κάθε περίπτωση στο πλαίσιο του European Competition Network, στο οποίο συμμετέχει ενεργά η ΕΕΤΤ.
Αναφερόμενος στο βασικό θέμα της ημερίδας, τόνισε ότι δεν υπάρχει ένα ενιαίο μοντέλο (one-size-fits-all model) ως προς την ανάθεση της αρμοδιότητας άσκησης του δικαίου του ανταγωνισμού, δεδομένου ότι τα σχετικά νομικά πλαίσια των χωρών διαφέρουν.
Υπάρχουν σύνθετες ισορροπίες/αλληλεπιδράσεις οι οποίες πρέπει να διερευνώνται στο πλαίσιο του θεσμικού σχεδιασμού.
Το μοντέλο με το οποίο παραχωρούνται σε τομεακούς ρυθμιστές, όπως η ΕΕΤΤ, αποκλειστικές αρμοδιότητες επιβολής του νόμου περί ανταγωνισμού στις αγορές τους, το οποίο ισχύει στην Ελλάδα για πάνω από 20 χρόνια, έχει σημαντικά πλεονεκτήματα:
- αξιοποιεί τη βαθιά κατανόηση των ιδιαιτεροτήτων των τομέων και των ρυθμιστικών πλαισίων,
- επιτρέπει την επιλογή του βέλτιστου μείγματος εφαρμογής του δικαίου του ανταγωνισμού και ρυθμιστικών λύσεων,
- διευκολύνει την αξιολόγηση των αρχών του ανταγωνισμού από τους ρυθμιστές κατά την ανάπτυξη των ρυθμιστικών πλαισίων.
Ο πρόεδρος της ΕΕΤΤ επεσήμανε ότι ο νέος Ευρωπαϊκός Κώδικας Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών έχει επεκτείνει σε μεγάλο βαθμό τις αρμοδιότητες που άπτονται του δικαίου περί ελεύθερου ανταγωνισμού των ρυθμιστικών αρχών στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών.
Σε αυτή τη βάση, οι αρμοδιότητες της ΕΕΤΤ ως ρυθμιστικής αρχής αλλά και αποκλειστικής αρχής ανταγωνισμού για τις αγορές των τηλεπικοινωνιών και των ταχυδρομείων επιβεβαιώθηκαν, μόλις πρόσφατα, το Σεπτέμβριο του 2020, με το νέο Νόμο 4727/2020.
Ο κ. Μασσέλος δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στη συζήτηση για τις ψηφιακές πλατφόρμες (Digital Platforms), η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη σε ευρωπαϊκό επίπεδο, επισημαίνοντας ότι το επίκεντρο των παρεμβάσεων της διοίκησης, μετατοπίζεται σε μεγάλο βαθμό προς τον τομέα της ρύθμισης.
Η προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις ψηφιακές πλατφόρμες, όπως υποδηλώνεται στα σχέδια των Digital Services Act και Digital Markets Act, δείχνει ότι όσο πιο περίπλοκη γίνεται η δυναμική του δικτύου, τόσο μεγαλύτερη είναι η ανάγκη να εστιάσουμε στην εκ των προτέρων ρύθμιση παρά στην εκ των υστέρων κατασταλτική δράση στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού.
Αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι πολλές αγορές/βιομηχανίες «δικτύου» έχουν χαρακτηριστικά τα οποία προσφέρονται πιο εύκολα σε εκτιμήσεις ex ante ρύθμισης της αποτυχίας της αγοράς, παρά στην διερεύνηση της ex post παραβίασης των κανόνων του ανταγωνισμού.
Κατά συνέπεια, η ex ante ρύθμιση είναι εκείνη που μπορεί να αντιμετωπίσει αυτούς τους τύπους προβλημάτων, αντί της ενεργοποίησης των κανόνων του ανταγωνισμού αφού προκληθεί ζημιά. Σε αυτό το περιβάλλον, η πολιτική του ανταγωνισμού είναι περισσότερο το συμπλήρωμα στη ρύθμιση, παρά η πρωταρχική δύναμη που οδηγεί τις παρεμβάσεις της δημόσιας πολιτικής.